Σάββατο 23 Μαρτίου 2019

Ποίηση

ΚΟΥΡΜΟΥΣΗ ΕΥΑ


«Τρία υπερρεαλιστικά ποιήματα εις μνήμην »


Δυσθυμία 

Διασαλεύει η σιωπή την αλμύρα που καίγεται πάνω στο στήθος,
λες και σφήνωσε η οβίδα του θαλασσινού ορίζοντα 
μες στα δίχτυα της δικιάς μου απελπισίας.

Η καρδιά ένα χάος που λιώνει πάνω στη σάρκα, μουχλιάζει
τα απομεινάρια των αυτόνομων παλμών.

Άγνωστο το σώμα που άγγιξε την ψυχή μου,
ενσάρκωσε τα συναισθήματα σε ένα ημιτελές ανάστημα που
αργοπεθαίνει στα χέρια του παρελθόντος.

Ψεύτικο ναρκωμένο όραμα που έρχεται στον ύπνο και με
πνίγει με τη φλυαρία του ανθρώπινου εγωισμού,
πετάει την κατάθλιψη μες στο σακί των τυφλωμένων χαρών μου.
Γιατί εγώ;


Ένας κόσμος άυλης αγάπης συρρέει μπροστά στα μάτια μου,
τα ίδια πρόσωπα ντύνουν τις πληγές που ανοίχτηκαν απ’ τη
ζεστή αγκάλη του ξένου, απ’ τα φιλιά του φτωχού και το χάδι της μάνας.

Με συντροφεύει ετούτη η ανιδιοτελής αγκάλη,
μονάχα στο βαθύ ναρκωμένο κενό που συσπειρώνεται μόλις 
φανεί το τελευταίο φως της βάναυσης ημέρας. 


Εις μνήμη


Η δυσβάστακτη απουσία σου λαβώνει κάθε ελπίδα απ’ τις
αιμοβόρες μανίες που ντύνονται με τον μανδύα του αμαρτωλού.

Σε αγκάλιασε ο ύπνος διπλώνοντας το πέπλο των ξεβρασμένων αναμνήσεων,
κάθεται ο απεσταλμένος ίσκιος προσκυνώντας την λευκή σου κνήμη και
ξεριζώνει τη χάρη της μάνας απ’ το ραγισμένο σώμα.

Μόνο οι μελλοθάνατοι ευγνωμονούν τη λύτρωση που απάλυνε τον πόνο σου, 
αυτοί κοσμούν την αναδυόμενη μυρωδιά της αγγελιασμένης ζωής κάνοντας
τη ψυχή να αφεθεί ελεύθερη.

Ξηλώθηκε το απόμερο όνειρο που είχαμε κάνει,
έγδυσε την αγάπη για να σε ντύσει νυφούλα με το φόρεμα της γιαγιάς,
ένα λιγνό υφαντό που σου ’ριξαν για να μη κρυώνεις.

Τι όμορφο αγγελούδι που είσαι, φαντάζεις με 
ανθισμένο κρίνο μες τα μαύρα νυχτολούλουδα, μόνο
που κοιμώμενη περιβάλλεσαι απ’ τα τριαντάφυλλα της δικής τους σοδιάς.

ο μύρο ευωδιάζει την αυγή που σε παίρνει με το χάδι της,
τρέχω να σε αποχαιρετήσω πριν δεν σε ξαναδώ.

Αγάπη μιας τελευταίας ματιάς, λόγια δακρύων και λόγια μετάνοιας,
λόγια που δεν πρόλαβες να ακούσεις, λόγια που σου καίνε τα σωθικά.

Τα πόδια μου λυγίζουν δίνοντάς σου ένα φιλί για να σου κάνει
παρέα στη τελευταία σου κατοικία, το άφθαρτο και κρύο σμαράγδι 
μου παγώνει τα χείλη και μου μουδιάζει τη γνάθο.

Αν διψάσεις θα σε ποτίσει το νοτισμένο χώμα τα άνθη
που σου ‘χαν αφήσει για να σε ζεσταίνουν, λες και ξαναγεννήθηκες
στην θερμή αγκάλη της μάνας, μα τώρα κενή η αγκάλη 
συντροφεύει την αρρωστημένη πίκρα.



Χαμένη στο κενό της μοίρας


Το παρόν στεγνό και το μέλλον άνυδρο.

Η ζωή γλιστρά με ένα βαλσαμωμένο λυγμό απ’ τα χέρια μου,
γλιστρά και πέφτει πάνω στη σκληρότητα της θολωμένης εποχής.

Η ζωή είναι πολύ μακριά, δεν την φτάνω,
φοβάμαι μη τη χάσω, μη τυχόν αφανιστεί

η λαλιά μου απ’ αυτόν τον άψυχο κόσμο και χαθώ μες
στην ύπαρξη της αμίλητης πραγματικότητας.

Οι αισθήσεις είναι ανάπηρες κοντά στο κενό της πτώσης,
νιώθω το χέρι του θανάτου να με χαϊδεύει, μάλλον
δανείζομαι τη κατάρα της αψεγάδιαστης μοίρας που αγγίζει και σένα,
ένα κουφάρι που πνίγεται μες στις ανάσες του γέρου χρόνου.

Βηματίζει αργά, πλησιάζει το τέλος, ένα έντονο καρδιοχτύπι μες
την σιγή όλο και φρικιάζει, κυρτό πάνω στον ξεχασμένο ώμο που 
στέκει δίπλα απ’ το περβάζι της αιμάτινης και πλανεμένης ψύχρας.

Φοβάμαι μες την σκιά της ματιάς σου,
στοιχειώνει τα αυτιά και τρυπά τη μύτη που σκουριάζεις
με τα λερωμένα σου άκρα. 

Με πονά, μη διστάζεις, πάρε τη ζωή που ζαρώνεται κάτω
απ’ τα δακρυσμένα κλωνάρια του τάφου μου,
πάρτη και κάνε με άγγελο που θα φυλά την πετρωμένη σου ψυχή.