Δευτέρα 25 Μαρτίου 2019

ΣΥΜΒΟΛΙΚΟ ΔΙΗΓΗΜΑ

ΘΕΟΦΑΝΙΑ ΡΑΡΑΚΟΥ

Ο κύριος Ορφέας

Τι μπορεί να υπάρχει μετά τον θάνατο; Τι συμβαίνει μόλις κάποιος ξεψυχήσει; Αυτά τα ερωτήματα βασάνιζαν τον κύριο Ορφέα μέχρι και τα τελευταία χρόνια της μίζερης, κατά πολλούς, ζωής του. Δεν φοβόταν τόσο τον θάνατο όσο το μυστήριο του τι θα ακολουθούσε. Ταυτόχρονα όμως τον συνάρπαζε αυτή η εσκεμμένη από το σύμπαν άγνοια. Ή τουλάχιστον, η μεγάλη αδικία να έχουμε ως χαρακτηριστικό την περιέργεια. Σκοτώνει και ανανεώνει ταυτοχρόνως.



Πέρασε την μακρόχρονη ζωή του (αν είναι ποτέ αρκετή η ύπαρξη) διερευνώντας όλες τις θεωρίες του παγανισμού αλλά και όλων των πιθανών θρησκειών για τη λεγόμενη «μετά θάνατον ζωή». Δεν μπορούσε να διανοηθεί πως κάποτε θα σταματήσει να σκέφτεται, να υπάρχει. Μετά από τόσους αγώνες και μόχθο σε όλους τους αιώνες της ανθρωπότητας για την ελευθερία της σκέψης, ξαφνικά θα σταματήσει να υπάρχει η σκέψη αυτούσια, πέρα από το αν θα είναι ελεύθερη. Άρα; Που οδηγούμαστε;

Ο κύριος Ορφέας ήταν εμφανισιακά ένας γλυκύτατος ηλικιωμένος κύριος, με μονίμως βρόμικα γυαλιά. Ζούσε μόνος του σε ένα άσχημο σπίτι στη γωνία ενός δρόμου από αυτούς που τους διασχίζεις αδιάφορα, απλά και μόνο για να φτάσεις στον προορισμό σου. Από αυτούς που κανείς δεν ξέρει το όνομα τους. Παρόλο που το σπίτι του ήταν μονίμως απεριποίητο είχε κάτι το ασυνήθιστο. Είχε στην πίσω αυλή του τον πιο όμορφο κήπο σε ολόκληρη τη γειτονιά . Όταν ο κύριος Ορφέας δεν ήταν χωμένος στα βιβλία του για την «μετά θάνατον ζωή», ασχολούνταν μανιωδώς με τον κήπο του. Τον λάτρευε τον κήπο του ο κύριος Ορφέας. Ήταν γεμάτος πολύχρωμα και ευωδιαστά λουλούδια που γέμιζαν ευεξία όποιον τα έβλεπε ή τα μύριζε.

Δεν έκανε ποτέ οικογένεια ο κύριος Ορφέας. Ήταν το χαρμάνι του ανθρώπου που θα δοθεί ολοκληρωτικά σε κάτι και δε θα έχει χρόνο για «περισπασμούς» ούτε διαλείμματα. Από νεαρή ηλικία αφιέρωσε τη ζωή του σε δύο πράγματα: τον κήπο του και την ερευνά του για το μεταθανάτιο μυστήριο. Κανείς δεν ήξερε πώς αφοσιώθηκε σε κάτι τόσο αόριστο, πως «χαράμισε» κατά πολλούς τη ζωή του να ερευνά κάτι τόσο «ξεχωριστό», που κανείς άλλος δεν άφησε τα πάντα για να ασχοληθεί μαζί του. Μάλλον ούτε ο ίδιος ήξερε. Απλά συνέβη. Η μόνη εξήγηση που θα μπορούσε να δοθεί είναι πως τα ερωτήματα γεννήθηκαν στο μυαλό του και εκείνος απλά δεν τα άφησε να περάσουν απαρατήρητα.
Τώρα όμως, που τα χρόνια έχουν περάσει και η ώρα να ανακαλύψει τι πραγματικά κρύβεται μετά τον θάνατο καταφτάνει, έχει απελπιστεί. Το σίγουρο ήταν πως όταν πέθαινε θα έπρεπε να αφήσει τον πολυαγαπημένο του κήπο για πάντα. Δε θα άντεχε κάτι τέτοιο ο κύριος Ορφέας. Από την άλλη όμως, μόλις συνέβαινε αυτό θα έλυνε επιτέλους το αίνιγμα της ζωής του. Τον δικό του γόρδιο δεσμό.

Ο καιρός συνέχιζε να κάνει την μοναδική δουλειά του, να περνάει και ο κ. Ορφέας βάδιζε όλο και πιο κοντά στην απόλυτη πραγματοποίηση του ονείρου του αλλά και στην πλήρη καταστροφή του κήπου του. Συνήθιζε να κάθεται με τις ώρες σε μία σκονισμένη πολυθρόνα στο εκκεντρικό, παραμελημένο σαλόνι του και να σκέφτεται. « Κι αν τελικά ο μόνος τρόπος να μάθω είναι να αποκτήσω εμπειρία;». Αυτό θα σήμαινε πως όλες οι έρευνες του έγιναν πάνω σε κάτι το οποίο δεν έχει άλλη λύση παρά την εμπειρία. Δε δεχόταν να το συνειδητοποιήσει αυτό ο κύριος Ορφέας.

Η χώρα του κ. Ορφέα βρισκόταν στα πρόθυρα του πολέμου. Όλοι το είχαν αντιληφθεί εκτός από τον ίδιο, ο οποίος θρηνούσε ασταμάτητα την ματαιότητα των κόπων ολόκληρης της ζωής του. Kαι πως θα μπορούσε να είναι αλλιώς άλλωστε; Είχε σταματήσει να συμβαδίζει με τις ημέρες και τους μήνες. Κάποια, λοιπόν από τις πολλές ανούσιες, αφιερωμένες σε θρήνο, αυτές μέρες βρήκε στο επίσης σκονισμένο γραμματοκιβώτιο του έναν φάκελο χρώματος κόκκινου. Συμβολισμός του επείγοντος το κόκκινο χρώμα στους ταχυδρομικούς φακέλους. Τον άνοιξε προσπαθώντας να πείσει τον εαυτό του πως είχε ακόμα το συναίσθημα της περιέργειας που τον χαρακτήριζε, αλλά μάταια. Μέσα στον φάκελο υπήρχε μία γενική επιστολή προς όλους τους ηλικιωμένους και στις μητέρες με ανήλικα παιδιά να παραστούν το επόμενο κιόλας πρωί σε ένα υπόγειο καταφύγιο, που τύχαινε να είναι κοντά στο σπίτι του, προκειμένου να προστατευτούν από τον καταστροφικό πόλεμο που είχε ήδη αρχίσει να ξεκληρίζει τις ούτως ή άλλως προορισμένες για διάλυση γενιές.

Δεν κοιμήθηκε εκείνο το βράδυ ο κ. Ορφέας. Οι σκέψεις του φώναζαν τόσο δυνατά που του προκαλούσαν πονοκέφαλο. Είχε απελπιστεί. Ήξερε πως θα έφευγε όμως αυτό που τον βασάνιζε ήταν η ιδέα της εγκατάλειψης του κήπου του. «Γιατί όμως να είναι έτσι η πλοκή; Γιατί να μην γίνεται να πάρω τον κήπο μου μαζί;» Αυτά τα ερωτήματα στροβιλίζονταν στο μυαλό του σαν μπαλαρίνες όλο το βράδυ.

Το επόμενο πρωί, σηκώθηκε από το κρεβάτι του ιδρωμένος, με βλέμμα τρομοκρατημένο. Φοβόταν. Μα ήταν αδύνατο να μη φοβάται. Περιπλανήθηκε λίγο στο – ασήμαντο πάντα για αυτόν – σπίτι του, θέλοντας έτσι να αποφύγει την οπτική επαφή με τον κήπο του. Φόρεσε τα παπούτσια του, άνοιξε την πόρτα και απλά έφυγε. Δεν άντεχε να ποτίσει άλλη μία φορά τα λουλούδια του, να σιγομουρμουρίσει παλιά τραγούδια μυρίζοντας τους κρίνους και τις γαρδένιες του, να περιπλανηθεί ξανά ανέμελος, όπως πολύ καιρό πριν ανάμεσα στα παρτέρια του.

Σε όλον τον δρόμο είχε καρφωμένα τα μάτια στα παπούτσια του, δίχως να σκέφτεται. Πού και πού, άκουγε κάποιους θολούς μα απίστευτα τρομακτικούς ήχους όπλων και κραυγές ανθρώπων, μα ούτε καν κάτι τόσο φρικιαστικό τον έκανε να σηκώσει το κεφάλι του. Φτάνοντας στη διεύθυνση της επιστολής, αντίκρισε ένα συρματόπλεγμα που έκρυβε μία αλουμινένια πόρτα με κλίση και μία τεράστια ουρά συνομηλίκων του, γυναικών και παιδιών να αγωνιά βουβά να περάσει από αυτήν την πολύτιμη πόρτα, που θα τους εξασφάλιζε την προστασία. Την πόρτα φύλαγε  σαν κέρβερος ένας ψηλός στρατιώτης. Πήγε στο τέλος της ουράς αυτής και περίμενε υπομονετικά την σειρά του να καταγραφεί το όνομά του σε αυτήν την μακάβρια λίστα του άμαχου πληθυσμού.

Μετά από λίγα αλλά ατελείωτα λεπτά, που του φάνηκαν ώρες, έφτασε μπροστά στον φύλακα της πόρτας λύτρωσης για άλλους, θανάτου για αυτόν. «Ορφέας Κρίνου» είπε χωρίς να παρακολουθεί τι συνέβαινε γύρω του, όταν ο στρατιώτης τον ρώτησε το όνομά του. Περνώντας, από το κατώφλι της ετοιμόρροπης πύλης, αντίκρισε ένα τεράστιο, γκρίζο δωμάτιο με κεκλιμένο ταβάνι που ήταν γεμάτο με τρομοκρατημένους ανθρώπους. Μερικές ομάδες ένστολων ανδρών προσπαθούσαν να ηρεμήσουν τους πανικόβλητους. Δεν είχε κουράγιο για πανικό ο κ. Ορφέας. Βρήκε μία υγρή, σκιερή γωνία του τεράστιου αυτού δωματίου και κάθισε στο πάτωμα προσπαθώντας να αποφύγει όποια σκέψη. Κάλυψε το πρόσωπό του με τα χέρια του και ξέσπασε σε ένα εκκωφαντικό κλάμα με συνοδεία πολλούς οδυνηρούς λυγμούς. Κάποια στιγμή, ένας στρατιώτης τον πλησίασε θέλοντας να τον καθησυχάσει όμως ο κ. Ορφέας απαίτησε να μην ξαναενοχληθεί. Ο θρήνος του τον νανούρισε και έτσι αγνοώντας τις φωνές του πλήθους γύρω του, κοιμήθηκε, πράγμα στο οποίο είχε έλλειψη.

Την αυγή της επόμενης μέρας ξύπνησε από τους θορυβώδεις εφιάλτες του. Παρατήρησε πως δεν ήταν ο μόνος ξυπνητός στην τεράστια αυτή αίθουσα. Ανασηκώθηκε και προσπάθησε να ανασυγκροτήσει τις σκέψεις του. Πόσο ψυχοφθόρα ήταν αυτή η διαδικασία για τον κ. Ορφέα! Ήξερε πως εάν επέστρεφε για μία τελευταία φορά στον κήπο του ούτως ώστε να πεθάνει εκεί, το πιθανότερο ήταν να τον έβρισκε κατεστραμμένο από τα πυρά του πολέμου. Από την άλλη, εάν έμενε ασφαλής στο καταφύγιο αμάχου πληθυσμού, πιθανότατα θα οδηγούσε τον εαυτό του στην αυτοκτονία ( εκείνη τη στιγμή η λέξη « αυτοκτονία» έμοιαζε συνώνυμη με την λέξη «λύτρωση» στο θολό μυαλό του κ. Ορφέα). Οι επιλογές του ήταν ύπουλα ζυγισμένες. Σκεπτόμενος πως δεν θα άντεχε στο θέαμα του διαλυμένου του κήπου αποφάσισε να τερματίσει την βασανιστική, μίζερη πλέον (εάν όχι πάντα) ζωή του. Με αυτόν τον τρόπο θα κατάφερνε να λύσει επιτέλους αυτό το τόσο τεράστιο για εκείνον δίλημμα.

Περίμενε να σουρουπώσει έτσι ώστε να μπορέσει να κινηθεί πιο γρήγορα και μόλις ο ήλιος έδυσε, ψηλάφισε για λίγο το έδαφος με την «ελπίδα» να βρει κάποιο αιχμηρό κομμάτι γυαλιού. Η τύχη – δυστυχώς ή ευτυχώς – τον «βοήθησε» και βρήκε ένα κομμάτι από τα θραύσματα ενός μπουκαλιού με κρασί που είχε σπάσει κάποιος μέσα στην απελπισία του. Ίσως αυτό μπουκάλι κρασί να ήταν το μόνο που θέλησε να πάρει μαζί του από την μακρινή πλέον ζωή του. Πήρε μία βαθιά ανάσα και έφερε τη μύτη του γυαλιού κοντά στο πλάι του λαιμού του. Ένα μικρό κορίτσι, το οποίο είχε μείνει ξυπνητό και τον παρακολουθούσε, του ψιθύρισε με τον φόβο πως θα το ακούσει η μαμά του: «Μην το κάνεις, τίποτα δεν είναι αρκετά κακό για να το κάνεις». Ο κ. Ορφέας δάκρυσε και χάιδεψε με μία τεχνητή στοργή το κεφαλάκι του κοριτσιού καθώς ταυτόχρονα έκρυβε το γυαλί στο παπούτσι του. Μετά από κάποιες ώρες ξημέρωσε πάλι και ο κ. Ορφέας ένιωσε μία τρομερή απέχθεια για τον ήλιο.

Η απόφαση του δεν είχε αλλάξει παρά την επέμβαση του μικρού κοριτσιού. Απλώς πήρε μία παράταση. Εκείνο το βράδυ θα πήγαινε στην άλλη άκρη της αίθουσας έτσι ώστε να μην υπάρχουν αποσπάσεις. Μόλις ο Ήλιος αποχαιρέτησε ξανά την ματωμένη αυτή χώρα, ο κ. Ορφέας, ο αξιοθρήνητος πλέον αυτός γεροντάκος, έπεσε ανάσκελα στο υγρό πάτωμα του καταφυγίου και δίπλα του κάνοντας έναν ανατριχιαστικό ήχο, έπεσε και το βαμμένο κόκκινο εργαλείο του θανάτου του ή μέσο λύτρωσής του.