Σάββατο 1 Ιουνίου 2019

ΠΟΙΗΜΑΤΑ


ΕΥΑ ΚΟΥΡΜΟΥΣΗ - ΠΟΙΗΜΑΤΑ 

Η κρύπτη των συναισθημάτων
Γκράφιτι στο 6ο Γυμνάσιο Ν. Ιωνίας 
Πνίξε με στη θάλασσα,
πνίξε με θέλω να πεθάνω μέσα
στο εκτυφλωτικό λευκό των κυμάτων και
τ’ ουράνιου διχτυού το πλέγμα 
μη δω το θόλο της ματιάς σου και πέσω ακόμα πιο βαθιά, 
ακόμα και πιο πλατιά
στα γρικημένα βάθη που αναλύουν τις σκέψεις μου.



Φοβάμαι μήτε καταλάβω τον εαυτό μου και φύγω,
μήτε φύγω μακριά ξεφεύγοντας απ’ την τυραννική μου βλέψη 
και κολυμπήσω στο γήρας, μες τις κλάψες, στις φωνές του φθόνου
και στο κολάζ της μεταθάνατης ζωής.
Πάρε τα τρυφερά μου χάδια, 
τις φάλαγγες δακτυλίων που γλύφουν τις σελίδες για να ξεχωρίσουν
και τα τιτλοφορημένα βιβλία που διαβάζω τις νύχτες, 
ζώντας στο σκοτάδι μαζί με τ’ άγραφα αισθήματα
της καταχωνιασμένης μου αρετής. 
Ίσως πρέπει να τα βγάλω στο φως,
κρύβομαι μες την τσακισμένη γωνιά της σελίδας, στην
θλίψη της εσωστρέφειας που με αποξενώνει απ’ τη  λιανισμένη τύφλα.


Αληθοφάνεια 

Αν δεις την άλλη μου πλευρά
εκείνη που δεν βλέπει ο όχλος του σαρκασμού’
το πρόσωπό σου θα γινόταν τόσο χλωμό,
τόσο σπαρακτικό που θ’ αλλοίωνε τα ζυγωματικά μου’
αυτό το βαρύ φιλί που με κουκουλιάζει στις άνυδρες ώρες
αρχίζει να μ’ αγγίζει στα γόνατα,
αρχίζει να πέφτει κάτω’
πολύ πιο κάτω,
μες τον ωραίο τάφο που απογυμνώνονται οι καρδιές.
Σέρνοντας τα πεζοδρόμια ενεδρεύει το πένθιμο κοπάδι χαμένων βηματισμών,
οι αναμνήσεις που χλευάζουν τον Έρωτα της ψυχής αναγεννιούνται 
γδέρνουν βέλη και φλέγουν δάκρυα στα μάτια μου.
Δεν βρίσκω καμιά ακτή να ξεβραστώ,
απελπισμένη πνίγομαι στο βαθύ γαλάζιο των υπολειμμάτων’
μες το θέρος των σύννεφων που βόσκει τα όρνια  
γίνομαι ορνίθι που σχίζει τα γαλάζια πέρατα,
μακριά απ’ τους δρόμους και τα φτωχά χωριά της νύχτας.


Μετανάστες της νυκτός

Φοβάμαι πολλούς ανθρώπους,
ανθρώπους που πασχίζουν να σε κρατήσουν απ’ το χέρι
ενώ τα φτερά τους είναι κομμένα,
φοβάμαι τους ανθρώπους που με προσπερνούν τα βράδια
με το φουγάρο καρφωμένο στους δείκτες, τις τριμμένες σόλες 
και τα μανικετόκουμπα να λουστράρονται στις βιτρίνες 
πίσω απ’ τα κορμιά των δρόμων.
Κλείνω τα μάτια και όλα σβήνουν,
πεθαίνουν οι πλανόβιοι πίσω απ’ ένα δικό μου βλέφαρο.
Μες τα καπάκια που άφησα να πέσουν, με συντροφεύει η φρίκη, το χάος, 
ο πικρός πειρασμός της κατάθλιψης που κυλά σαν σταγόνα ξυδιού και με τσούζει.
Ανοίγω σαν δω άλλη μια εικόνα πόνου να φωτίζεται από φλόγες σπίρτων,
όλη η  τέχνη των σκιών που πλαγιάζει στο ζαβό πλευρό της ξενυχτιάς 
είναι λες και ενσαρκώθηκε ο ήλιος πάνω στο γυμνό κορμί του φεγγαριού.
Στα εμπορεύματα των κρεμασμένων χεριών και τις εκκλησιές των απίστων, 
ζουν τυφλοί χωρίς όνειρα, αδέλφια και γονείς.
Φοβάμαι πολλούς ανθρώπους, ανθρώπους χωρίς όνομα και διεύθυνση,
φοβάμαι κάθε ξημέρωμα όλο και περισσότερο,
μη ζωντανέψουν οι μετανάστες της νυκτός 
και χαθώ μες τον όχλο της κάλπικης κοινωνίας.

1.06.2019