Πέμπτη 26 Μαρτίου 2020

Παρουσίαση έργων Γ' Γυμνασίου

Παρουσίαση έργων Γ' Γυμνασίου 

Ανθή Κακογεώργου, Ζωή Λύκου, Μαρία
Γεωργουλοπούλου, Αριάδνη Γράβαρη, Μάρθα Καζάκου, Βαγγέλης Καζάκος ,  Γιάννης Τζαβέλλας,
Ασπασία Γερόσταθου 

----

Ανθή Κακογεώργου


«Η Κωνσταντίνα και οι αράχνες της» της Άλκη Ζέη

Το βιβλίο «Η Κωνσταντίνα και οι αράχνες της» της Άλκη Ζέη αφορά την τροπή που πήρε η ζωή ενός κοριτσιού την Κωνσταντίνας μετά τον χωρισμό των γονιών της.
Η Κωνσταντίνα και οι γονείς της αποφάσισαν κάποια στιγμή να εργαστούν στη Γερμανια, κάτι που έκανε και τους τρεις πολύ χαρούμενους. Αυτή που δεν χάρηκε ήταν η γιαγιά την Κωνσταντίνας η οποία δεν συμπαθούσε τους Γερμανούς,εξαιτίας του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Η ζωή της τριμελούς οικογένειας κυλούσε ήρεμα στη Γερμανίας. Όλοι ήταν πολύ ευχαριστημένοι. Η Κωνσταντίνα είχε γνωρίσει το διευθυντή του σχολείου τον Χερ Χάινερ που ήταν πολύ ευγενικός ,τους καθηγητές της και τους συμμαθητές της δύο εκ των οποίων ο Διαγόρας και η Σίγκριτ έγιναν κολλητοί της φίλοι.




Μια μέρα όμως η ομαλότητα της καθημερινότητας της Κωνσταντίνας ανατράπηκε ύστερα από την ανακοίνωση του πατέρα της ότι χωρίζει με τη μητέρα της. Η Κωνσταντίνα θεώρησε πως δεν την υπολόγισαν στην απόφασή τους και ήταν τόσο απογοητευμένη όσο και θυμωμένη και στεναχωρημένη. Οι γονείς της σε συνεννόηση με έναν γιατρό αποφάσισαν να τη στείλουν για ένα χρόνο στην Ελλάδα, κάτι που θα έκανε καλό και στην ψυχολογία της καθώς θα αποστασιοποιούταν από τα γεγονότα αλλά και στα βρογχικά της, με τα οποία είχε σοβαρό πρόβλημα καθώς το κλίμα της Γερμανίας σε αντίθεση με της Ελλάδας δεν βοηθούσε. Εκεί θα ζούσε με τη γιαγιά της στην Αθήνα με την οποία όμως η Κωνσταντίνα δεν είχε καλές σχέσεις.
Στην Ελλάδα η καθημερινότητα της Κωνσταντίνας ήταν πολύ διαφορετική. Δεν έκανε πολλές παρέες με τα άλλα παιδιά, δεν έκανε βόλτες είχε τη γιαγιά της ,η οποία της έκανε παρατηρήσεις για το παραμικρό και τα πράγματα γίνονταν λίγο καλύτερα όταν στο σπίτι της γιαγιάς της πηγαιναν επίσκεψη οι τρεις φίλες της. Με τη γιαγιά της και τις φίλες της η Κωνσταντίνα έκανε πολλές εκδρομές σε διάφορα μέρη στην Ελλάδα, που είχαν κατά κανόνα σχέση με τη γερμανική κατοχή και την αντίσταση με στην οποία και η γιαγιά της Κωνσταντίνας και οι φίλες της ήταν μέλη. Για αυτό και σε κάθε τους εκδρομή της διηγούνταν πολλές ιστορίες από τότε οι οποίες συνήθως είχαν σχέση με τον τόπο στον οποίο βρίσκονταν εκείνη τη στιγμή.
Μια μέρα αποφάσισαν να πάνε στο χωριό που πήγαιναν κάθε καλοκαίρι οταν η Κωνσταντίνα και οι γονείς της έρχονταν από Γερμανία. Την δεύτερη όμως μέρα της παραμονής τους ένας φίλος της γιαγιάς της Κωνσταντίνας και των φίλων της μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο και μόλις η Κωνσταντίνα ξύπνησε βρήκε ένα γράμμα που έλεγε οτι για αυτό το λογο η γιαγιά της και οι φίλες της θα έλειπαν όλη μέρα. Η Κωνσταντίνα ενθουσιασμένη που θα έμενε όλη μέρα μόνη της και θα μπορούσε να κάνει ότι θέλει ετοιμάστηκε να πάει στην πλατεία να τηλεφωνήσει στους γονείς της.
Πριν προλάβει να τηλεφωνήσει ένα ζευγάρι γερμανών τη σταμάτησε και της ζήτησε οδηγίες για το πώς να πάει σε έναν καταρράκτη που βρισκόταν εκεί κοντά. Τελικά η Κωνσταντίνα πήγε μαζί τους με το αυτοκίνητο και τους έδινε τις οδηγίες στο δρόμο ενώ παράλληλα τους μιλούσε για το Ααχεν και τη ζωη της εκεί. Αφού έκαναν μπάνιο στον καταρράκτη και ξάπλωσαν στα βράχια για ηλιοθεραπεία επέστρεψαν στο χωριό και κάθισαν σε ένα καφενείο. Ο Γερμανός κέρασε την Κωνσταντίνα τσίπουρο και της έδωσε ένα γαλάζιο χαπάκι το οποίο σύμφωνα με αυτόν θα της έκανε καλό γιατί θα την έκανε να αισθάνεται πιο χαρούμενη και καθόλου κουρασμένη.
Η Κωνσταντίνα διστακτικά το πήρε και το κατάπιε και ύστερα από λίγη ώρα αισθανόταν μια ανεξήγητη χαρά ένιωθε γεμάτη ενέργεια. Αφού πέρασε κάποια ώρα και εξασθένησε η δράση από το χαπάκι όμως αισθανόταν το ακριβώς αντίθετο με πρίν. Ένιωθε εξαντλημένη και ανεξήγητα θλιμμένη και ήθελα οπωσδήποτε να ξαναβρεί αυτο «μαγικό» χαπάκι. Από όταν γύρισαν στην Αθήνα η Κωνσταντίνα άρχισε να μιλάει με ένα παιδί το Λουμίνη. Σε μία από τις βόλτες τους ο Λουμίνης έβγαλε και κατάπιε ένα χαπάκι σαν αυτό που είχε δώσει εκείνος ο γερμανός στην Κωνσταντίνα.
Από τότε η Κωνσταντίνα άρχισε να παίρνει αυτά τα γαλάζια χαπάκια από το Λουμίνη και του έδινε έναντι χρημάτων κάτι συλλεκτικά γραμματόσημα από τη συλλογή της γιαγιάς της. Μια μέρα ο Λουμίνης αποφάσισε να την πάρει μαζί του στο σπίτι της γυναίκας που του έδινε αυτά τα χαπάκια, που «κωδικά» ονομαζόταν λαίδη Ντι, λέγοντάς της όμως να μην πάει ποτέ εκεί μόνη της. Ύστερα από κατάχρηση πολλών τέτοιων χαπιών η συμπεριφορά της Κωνσταντίνας είχε αλλάξει πολύ, κάτι που παρατήρησε ο μαθηματικός της Κωνσταντίνας ο κύριος Μπένος ο οποίος προσπάθησε να της κάνει μια κουβέντα για να καταλάβει τι συμβαίνει ,αλλά η Κωνσταντίνα του είπε πως όλη αυτή η αλλαγή οφείλονταν στην άσχημη εγκυμοσύνη της μητέρας της από το νέο της σύντροφο αλλά φυσικά αυτό δεν ήταν όλη η αλήθεια.
Η Κωνσταντίνα και ο Λουμίνης κανόνισαν να φύγουν κρυφά για Γερμανία. Η Κωνσταντίνα του το πρότεινε όταν κάποια στιγμή πήγαιναν στην Αίγινα προκειμένου να περιθάλψουν μια κουκουβάγια ,που καθώς ήταν τραυματισμένη ,έπεσε στο μπαλκόνι του Λουμίνη σώζοντάς του τη ζωή καθώς τη στιγμή που έπεσε ,τον βρήκε με το λάστιχο στο πόδι. Είχαν κανονίσει μέρα και ώρα για να φύγουν. Η Κωνσταντίνα είχε φτάσει στο σημείο που έπρεπε την ώρα που είχαν κανονίσει αλλά ενώ οι ώρες περνούσαν ο Λουμίνης δεν εμφανιζόταν.
Έτσι η Κωνσταντίνα εκνευρισμένη και απογοητευμένη που θεώρησε πως ο Λουμίνης την κορόιδεψε παράκουσε το Λουμίνη και πήγε μόνη της στο σπίτι της λαίδη Ντι να τη ρωτήσει αν ήξερε που ήταν εκείνος. Φτάνοντας στο σπίτι της λαίδη Ντι ήταν σε έξαλλη κατάσταση φώναζε έκλαιγε έτρεμε...Η λαίδη Ντι μην ξέροντας τι να κάνει της πέρασε το λάστιχο κι ύστερα της έκανε την ένεση. Έπειτα του τηλεφώνησε, αυτός αφού έφτασε γρήγορα στο σπίτι της και τσακώθηκε μαζί της, σήκωσε την Κωνσταντίνα,η οποία είχε πια σχεδόν χάσει εντελώς τις αισθήσεις της και την άφησε έξω από το σπίτι της. Τη βρήκαν η γιαγιά της και οι φίλες της και φώναξαν γιατρό ο οποίος τους εξήγησε τι είχε συμβεί κι έτσι μπόρεσαν κι αυτές να καταλάβουν πως εξηγούνταν η αλλαγή στη συμπεριφορά της ,η αποβολή που είχε πάρει επειδή σκαρφάλωσε στα κάγκελα του σχολείου, το γεγονός ότι πριν καιρό είχε ξυρίσει το κεφάλι της και ύστερα ανακάλυψαν και τις κοπάνες από τα γερμανικά…
Αφού συνήλθε προσπάθησαν να της κάνουν μια κουβέντα για να την πείσουν να πάει σε έναν ειδικό να τη βοηθήσει να απεξαρτηθεί όμως δεν κατάφεραν τίποτα ούτε η γιαγιά της και οι φίλες της ούτε και ο κύριος Μπένος με την κοπέλα του, που είχε γνωριστεί με την Κωνσταντίνα τυχαία στο δρόμο όταν την είχαν συναντήσει. Η κοπέλα του κυρίου Μπένου επέμενε πολύ στο να την πείσουν και τους εκμυστηρεύτηκε , όταν μια φορά είχαν μαζευτεί όλοι στο σπίτι να δουν πως θα πείσουν την Κωνσταντίνα, οτι κι εκείνη όταν ήταν 18 χρονών είχε μπλέξει με ναρκωτικά, εξαιτίας ενός αγοριού που είχαν σχέση ο οποίος την είχε παρασείρει. Χωρίς να το ξέρουν η Κωνσταντίνα το άκουσε όμως ούτε αυτό την έπεισε. Τελικά πείστηκε χάρη στη λαίδη Ντι η οποία πήγε επίσκεψη και συστήθηκε στη γιαγιά της Κωνσταντίνας ως μια συμμαθήτρια της εγγονής της από τα γερμανικά. Την επισκέφτηκε για να ζητήσει συγγνώμη και να της δώσει ένα γράμμα από το Λουμίνη αλλά και να της μεταφέρει την είδηση του θανάτου του. Αυτό ήταν τελικά που έκανε την Κωνσταντίνα να δεχτεί την θεραπεία απεξάρτησης.

Το βιβλίο αυτό περνάει πολύ σημαντικά μηνύματα σχετικά με την ευαίσθητη ψυχολογία των εφήβων. Αυτοί πολλές φορές είναι εύκολο να παρασυρθούν από διάφορα πράγματα ειδικά όταν έχει συμβεί κάτι το οποίο τους «σημάδεψε» για κάποιο λόγο. Το να εθιστεί κάποιος στα ναρκωτικά είναι κάτι που δεν είναι τόσο απίθανο όσο πολλοί θα μπορούσαν να θεωρήσουν και είναι κάτι που μπορεί να συμβεί στον καθένα. Έτσι είναι πολύ σημαντικό και οι ίδιοι οι έφηβοι να προσπαθήσουν να διαχειριστούν τα συναισθήματά τους και τις δυσκολίες που μπορεί να αντιμετωπίσουν αλλα και οι γονείς ή οι συγγενείς τους θα πρέπει να χειρίζονται τις καταστάσεις με έναν πολύ ευλαβικό τρόπο ώστε να βοηθήσουν τα παιδιά αλλά και να τους δώσουν να καταλάβουν οτι δεν υπάρχει κανένα «μαγικό» χάπι που θα σε κάνει να ξεχάσεις ούτε είναι λόγος εξαιτίας των δυσκολιών να υποβάλλουν τον εαυτό τους να ζήσει εξαρτημένος κάνοντάς τον να πεθαίνει αργά κάθε μέρα. Επίσης πολλοί άνθρωποι πέφτουν θύματα εμπόρων ναρκωτικών λόγω άγνοιας ή αδυναμίας και δεν πρέπει να αντιμετωπίζονται με μίσος από τους γύρω τους αλλά θα πρέπει οι δικοί τους άνθρωποι να τους βοηθήσουν με κάθε τρόπο και να είναι υποψιασμένοι και παρατηρητικοί. Το βιβλίο αυτό της Άλκη Ζέη δείχνει λοιπόν και τον ψυχισμό ενός εφήβου που η ζωή του διαταράσσεται από ένα τραυματικό για αυτόν συμβάν και το πόσο προσεκτικός και καχύποπτος πρέπει να είναι πολλές φορές κάποιος αλλά και το πόσο εύκολο είναι να εθιστεί κανείς στα ναρκωτικά εξαιτίας αφέλειας, αθωότητας ή εξαιτίας αδυναμίας διαχείρισης ορισμένων καταστάσεων.

Ανθή Κακογεώργου, μαθήτρια της Γ3, 2019-20

---


Ζωή Λύκου
Το ταξίδι που σκοτώνει
του Μάνου Κοντολέων

Πρωταγωνιστής του βιβλίου είναι ο δεκαπεντάχρονος Στέφανος, μαθητής Λυκείου. Ανήκει σε μια τυπική μικροαστική οικογένεια και ζει με τους γονείς του και τον μικρό αδελφό του.
Σε ένα πάρτι γενεθλίων στο οποίο είναι καλεσμένοι αυτός και ο καλύτερο του φίλος, ο Στάθης, γνωρίζουν την Νότα και από αυτήν τον Πέτρο. Η ανασφάλεια της ηλικίας, η κρίση ταυτότητας και ο έρωτάς του για την Νότα τον σπρώχνουν τον Στέφανο να υιοθετήσει έναν άλλον εαυτό και για να αποδείξει ότι είναι «μεγάλος» ξεκινάει μαζί με τους υπόλοιπους τη χρήση των ναρκωτικών, αγνοώντας τις προειδοποιήσεις των γονιών του.




Όπως όλοι οι ναρκομανείς όταν ξεκινάνε «το ταξίδι που σκοτώνει» έτσι και η παρέα μας πιστεύει ότι μπορεί να ελέγξει «την πορεία του ταξιδίου». Δυστυχώς η πραγματικότητα είναι διαφορετική και πιο σκληρή από τα όνειρα. Ο πρωταγωνιστής μας και οι φίλοι του βουλιάζουν όλο και περισσότερο «στις ουσίες». Η πρώτη προσπάθεια του να ξεφύγει από τον εφιάλτη των ναρκωτικών αποτυγχάνει, αφού οι φίλοι του, αντί να τον βοηθήσουν, τον αναγκάζουν να βυθιστεί ακόμα περισσότερο στα ναρκωτικά.
Ο θάνατος κάποιων από τους συνταξιδιώτες του τον αφυπνίζει και αποφασίζει να διακόψει το επικίνδυνο ταξίδι. Μαζί με τους γονείς του που στέκονται στο πλάι του ξεκινάει τον δύσκολο δρόμο της απεξάρτησης. Από αυτήν την μάχη βγαίνει νικητής ενώ τα υπόλοιπα μέλη της παρέας χάνονται. Ο πόνος της απώλειας τον συγκλονίζει, αλλά ένας απρόσμενος έρωτας που φαίνεται να ξεπροβάλλει κλείνει το βιβλίο με μια αισιόδοξη νότα.

Ο Μάνος Κοντολέων στο μυθιστόρημα του αυτό παρουσιάζει με ρεαλιστικό τρόπο το πρόβλημα των ναρκωτικών που βασανίζει την κοινωνία μας. Οι χαρακτήρες του έργου είναι ολοζώντανοι και πολύ πιστικοί. Σε αυτό βλέπουμε το θέμα των ναρκωτικών και από τις δύο πλευρές, δηλαδή από την πλευρά του χρήστη αλλά και από την πλευρά της οικογένειάς του. Παρόλο που στο βιβλίο παρουσιάζεται ένα πολύ σκληρό θέμα, το κείμενο είναι γεμάτο από έντονες εικόνες δοσμένες όμως με πολύ ωραίο λόγο ενώ το κείμενο είναι γεμάτο ποιητικές λέξεις.

----

Μαρία Γεωργουλοπούλου                                            5.4.2020

Στρατόπεδο του Χαϊδαρίου
του Θέμου Κορνάρου 

Το βιβλίο αυτό παρουσιάζει μια συγκλονιστική μαρτυρία και ταυτοχρόνως ένα ντοκουμέντο  για την Μερλίν,μια οδό που στο άκουσμα του ονόματος της έτρεμαν όλοι οι Έλληνες το 1943.
Εκεί βρίσκονταν ο βασικός προθάλαμος του στρατοπέδου του Χαϊδαρίου,που όπως νόμιζαν οι περισσότεροι ήταν μια απλή φυλακή ομήρων και τίποτα παραπάνω, αλλά μέσα από τα κουρασμένα μάτια του συγγραφέα συνειδητοποιούμε πως είναι μια μάχη για το ποιος θα κερδίσει την ψυχή του κατάδικου. Κυριαρχεί μια σειρά από επίπονα βασανιστήρια όχι μόνο στο σώμα του καταδίκου αλλά και στο μυαλό που πλημμυρίζει από εκατοντάδες σκέψεις και συναισθήματα για το αν θα αντέξει το σώμα του, αν θα ξανά αντικρίσει την οικογένεια του και το κυριότερο για το σύντομο μέλλον τι θα απογίνει μετά το στρατόπεδο ο κατάδικος έχοντας στο πίσω μέρος του μυαλού του τον θάνατο.


Διαβάζοντας αυτό το βιβλίο παρατηρούμε ό,τι ο συγγραφέας είναι τόσο ακριβής με τα γεγονότα που συμβαίνουν σε αυτό το απάνθρωπο στρατόπεδο που πραγματικά κάνει τον αναγνώστη να ανατριχιάζει,μάλιστα ένα απόσπασμα που με ταξίδεψε στο στρατόπεδο του Χαϊδαρίου σαν να ήμουν εκεί βρίσκεται στην σελίδα 57
«Ξαφνικά έβλεπες να ξεκολλάει από τα φαντάσματα του στο βάθος κάποιος ίσκιος. Να μεγαλώνει,να τεντώνεται και δρασκελίζοντας με το έτσι θέλω όλο τον χώρο να κινείται  μπροστά»
Μέσα από αυτό το απόσπασμα φαίνεται πόσο ανήσυχος και πόση αγωνία νιώθει ο συγγραφέας για το ποια είναι αυτή η σκιά κάνοντας τον αναγνώστη να τρέμει από τον φόβο του με τις συνταρακτικές περιγραφές του όχι μόνο σε αυτό το απόσπασμα αλλά και σε όλο το βιβλίο.


ΑΡΙΑΔΝΗ ΓΡΑΒΑΡΗ                                                                 3.4.2020 
Ο ΧΡΥΣΟΣ ΣΚΑΡΑΒΑΙΟΣ
του ΕΝΤΓΚΑΡ ΑΛΛΑΝ ΠΟΕ

Ο Ουίλιαμ Λεγκράν ήταν ένας ξεπεσμένος αριστοκράτης που ζούσε μέσα στην ανέχεια. Η μεγαλύτερη επιθυμία του ήταν να αποκτήσει πάλι πλούτη. Μετά την εύρεση ενός χρυσού σκαραβαίου και μια σειρά τυχαίων γεγονότων ανακαλύπτει έναν κρυπτογραφημένο χάρτη πειρατικού θησαυρού. Ζητά την βοήθεια ενός έμπιστου φίλου του και οι τρεις τους, ο Ουίλιαμ , ο δούλος και ο φίλος ξεκινούν για την ανακάλυψη του θησαυρού. Μετά από προσπάθειές αναδεικνύεται ότι ο θησαυρός είναι αληθινός και το όνειρο του γίνεται αληθινό.


Ο Έντγκαρ Άλλαν Πόε στο διήγημα του ο Χρυσός Σκαραβαίος, πραγματεύεται την έντονη επιθυμία για τα υλικά αγαθά που χαρακτηρίζει το ανθρώπινο είδος. Ο φίλος, ο οποίος αρχικά παρουσιάζεται σοβαρός, συγκροτημένος και λογικός, υποκύπτει κι αυτός στην έντονη επιθυμία για απόκτηση πλούτου. Η χρησιμοποίηση του σκαραβαίου δεν μπορεί να είναι τυχαία, καθώς κατά τα αρχαία χρόνια και κυρίως στην Αίγυπτο, συμβόλιζε την αναγέννηση. Ο Λεγκράν μετά από την ανακάλυψη αναγεννάται. Αποκτά πάλι χρήματα και κύρος.



Μάρθα Καζάκου,
Μαρία Ιορδανίδου «Λωξάντρα»

Η Λωξάντρα είναι μία πληθωρική, δοτική, δυναμική, φιλόξενη και γνήσια γυναίκα με καταγωγή της την Κωνσταντινούπολη. Μέσα από το μυθιστόρημα εξιστορείται η ζωή της καλόκαρδης γυναίκας που υπήρξε το στήριγμα μιας πολυμελούς αστικής οικογένειας της Πόλης. Στην έναρξη του βιβλίου τονίζεται η αγάπη που τρέφει η ηρωίδα προς την οικογένεια και τα παιδιά της. Επίσης, επισημαίνεται η αγάπη της ηρωίδας προς τον γαστρονομικό κόσμο αλλά και η νοικοκυροσύνη της. Η Λωξάντρα λάτρευε τον τόπο κατοικίας της αλλά και τους ανθρώπους που τον απάρτιζαν. Γενικά, είχε μία ήρεμη ζωή νοσταλγώντας ιστορίες από το παρελθόν. 



Τα σημαντικότερα πρόσωπα για την ηρωίδα ήταν τα παιδιά της τα παιδιά της, ο σύζυγός της και η νύφη της αλλά και γενικότερα ο στενός ο στενός κύκλος συγγενών της τους οποίους επισκεπτόταν συχνά. Κορύφωση της ζωής της αποτέλεσε ο θάνατος του αγαπημένου της συζύγου Δημητρού τον οποίο συνεπάγεται ο αποχωρισμός από τα παιδιά της. Ωστόσο, η εποχή που ζούσε η Λωξάντρα ήταν μία ματωμένη σελίδα της ιστορίας με κυριότερη αυτή την σφαγή των Αρμενίων αλλά και την επιδρομή των Ρώσων την περίοδο που ζούσε. Σταθμό στην ζωή της αποτέλεσε η γέννηση της εγγονής της Άννας, η οποία κατέκτησε την καρδιά της πριν καν γεννηθεί. Στα χρόνια που ακολούθησαν η ηρωίδα μετακόμισε στην Αθήνα όπου, γνώρισε έναν ξεχωριστό και πρωτόγνωρο τρόπο ζωής για εκείνη . Τελικά, η ηρωίδα επέστρεψε στην αγαπημένη της Πόλη, όπου και πέρασε τα τελευταία χρόνια της ζωής της , χάνοντας αγαπημένα της πρόσωπα . Η Λωξάντρα έφυγε από την ζωή το 1914 λίγο πριν το ξέσπασμα του πρώτου παγκοσμίου.
Γενικά…
Το βιβλίο αυτό είναι ένα μακρινό ταξίδι στον χρόνο για κάθε αναγνώστη. Πιο συγκεκριμένα, οι γλαφυρές περιγραφές της συγγραφέως κάνουν τον αναγνώστη να ταξιδέψει σε τόπους που δεν υπήρξε ποτέ διευρύνοντας την φαντασία του και πλάθοντας μοναδικές εικόνες της Πόλης και της ζωής εκεί. Επιπροσθέτως, διαβάζοντας κανείς την Λωξάντρα γνωρίζει ένα διαφορετικό πολιτισμό αλλά και τρόπο ζωής αυτόν της Κωνσταντινούπολης, με τους καλόκαρδους και φιλόξενους ανθρώπους και την φημισμένη πολίτικη κουζίνα, αναπόσπαστο κομμάτι του πολιτισμού της. Ακόμα , στο βιβλίο αυτό γίνεται λόγος για διάφορα ιστορικά γεγονότα που κλόνισαν την εποχή πριν τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο. Κάποια από αυτά ήταν η σφαγή των Αρμενίων και η επιδρομή των Ρώσων .
Το κεντρικό πρόσωπο…
Το κεντρικό πρόσωπο του βιβλίου αυτού είναι η Λωξάντρα. Η γυναίκα αυτή έχει έναν πολύ ξεχωριστό χαρακτήρα. Αναλυτικότερα, διακρίνεται από το πόσο ανοιχτός, καλόκαρδος και φιλόξενος άνθρωπος είναι. Πιο συγκεκριμένα, τα παραπάνω βασικά της χαρακτηριστικά την έκαναν αγαπητή σε όσους την γνώριζαν, αφού με τον δικό της τρόπο πάντα βοηθούσε τα κοντινά της πρόσωπα. Ακόμα είναι ιδιαίτερα κοινωνική οι καινούργιες δεν αποτελούν πρόβλημα για εκείνη, αφού είναι ομιλητική και φαινόταν από την πρώτη γνωριμία της με κάποιον το καλόκαρδο του χαρακτήρα της. Επίσης, η Λωξάντρα είναι καλόκαρδη και γνήσια γυναίκα της Πόλης με κύριο στοιχείο της την νοικοκυροσύνη της και την εξαίσια παραδοσιακή της μαγειρική και την ελληνική καρδιά.


Ολοκληρώνοντας …
Η Λωξάντρα ήταν έναν ιδιαίτερο βιβλίο. Αναλυτικότερα, η ιστορία εξελίσσεται γοργά κρατώντας το ενδιαφέρον του. Η γλώσσα του βιβλίου χαρακτηρίζεται από το τοπικό ιδίωμα της Πόληςαπό ζωντάνια και παραστατικότητα, ενώ πλούσιο είναι και το λεξιλόγιο. Επίσης, η εικονοπλασία είναι βασικό στοιχείο του βιβλίου αυτού ταξιδεύοντας τον αναγνώστη με μαγικό τρόπο και κάνοντάς τον να αισθάνεται μέρος της ιστορίας. Ολοκληρώνοντας, ήταν πολύ ευχάριστο στην ανάγνωση και θα προτεινόταν ανεπιφύλακτα από κάθε αναγνώστη.



Γιάννης Τζαβέλλας

«Στου κύκλου τα γυρίσματα»
της Μαρίας Ιορδανίδου

Η Μαρία Ιορδανίδου περιγράφει της δυσκολίες της κατοχής στην Ελλάδα και του εμφυλίου πολέμου στην Ελλάδα. Επίσης μας περιγράφει αστεία και πιο σοβαρά περιστατικά από ένα ταξίδι στην Κωνσταντινούπολη.
Στην κατοχή αναγκάζεται να φύγει από τον Ελληνικό όταν το βομβάρδιζαν οι Άγγλοι. Στη συνέχεια η ζωή της είναι μια διαρκή μετακόμιση. Δεν καταφέρνει να μένει πουθενά για πάρα πολύ χρόνο. Καταφέρνει να κάνει νέες γνωριμίες όμως δυσκολεύεται στη δεκαετία του 1940.
Μέσα από το βιβλίο της είπε ότι επειδή έχασαν στη Σοβιετική Ένωση οι Ιταλοί και οι Γερμανοί που ήταν στην Ελλάδα ζήτησαν από τις ελληνικές αρχές να τους παραδώσουν τριάντα άτομα από την αριστερά για ομήρους. Έτσι τη φυλάκισαν και τη μετέφεραν από φυλακή σε φυλακή.
Μόλις τελειώνει ο πόλεμος και αποφυλακίζεται η συγγραφέας αρχίζει τα ταξίδια. Πρώτο ταξίδι της ήταν στην Ύδρα που βρήκε τις ρίζες της οικογένειάς της. Μα περιγράφει μια περίοδο πολύ δύσκολη στο νησί, επειδή δεν υπήρχαν εισοδήματα.
Στη συνέχεια πήγε με την κόρη της στη Κωνσταντινούπολη. Όμως η Μαρία Ιορδανίδου δεν ήθελε να ακολουθήσει και τσακώθηκε με την κόρη της.
Σαν να μην έφτανε αυτό ανακάλυψε πως ένας γείτονάς της ο συγγραφέας ο Θράσος Καστανάκης έγραψε ένα βιβλίο για την Κωνσταντινούπολη. Η συγγραφέας έπαθε σοκ όταν ανακάλυψε πως ένας άνθρωπος που έζησε στους ίδιους δρόμους με εκείνη γύρισε την πλάτη του στις αναμνήσεις και στην υπέροχη ρομαντική ζωή. Έξαλλη άρχισε να γράφει τη «Λωξάντρα». Κάποια στιγμή έρχονται κάποιες θείες της και της λένε τι να γράψει στο βιβλίο της.

8.3.2020



Βαγγέλης Καζάκος


Μαρία Λαμπαδαρίδου - Πόθου, «ΣΠΙΤΙ ΜΟΥ ΤΗΣ ΜΙΚΡΑΣΙΑΣ»

Το βιβλίο της Μαρίας Λαμπαδορίδου-Πόθου αναφέρεται σε όλες τις σκέψεις που της δημιουργούν όταν σκέφτεται την Μικρά Ασία.
Αρχικά εστιάζει στην Μικρασιάτικη καταστροφή αλλά και στις ιδέες και εμπειρίες που έχει η συγγραφέας. Πιο συγκεκριμένα η δημιουργός του είναι δεύτερης γενιάς πρόσφυγας αλλά έχει επηρεαστεί σε μεγάλο βαθμό από τους γονείς της και τον παππού της. Αναλυτικότερα νιώθει, αισθάνεται και σκέφτεται σαν Ίωνας.



 Επιπλέον αντλούμε πληροφορίες για τα δύσκολα χρόνια του ξεριζωμού. Δηλαδή μαθαίνουμε τον τρόπο με τον οποίο ξεριζώθηκαν και το πώς έζησαν τα πρώτα χρόνια στα σύνορα και στα ελληνοτουρκοκράτουμενα χωρία οι πρόσφυγες. Ακόμα καταλαβαίνει κανείς την θλίψη και την πίκρα που είχαν οι κάτοικοι της Μικράς Ασίας όταν έπρεπε να φύγουν για να σώσουν την ζωή τους. Επίσης με τις πληροφορίες που παίρνουμε ζωγραφίζεται στο μυαλό μας η Μικρά Ασία. Τέλος από το βιβλίο μπορεί κανείς να κατανοήσει πόσο μεγάλο πλήγμα ήταν τότε για εκείνη την εποχή αλλά και τώρα για πολλούς ανθρώπους.

Ασπασία Γερόσταθου

ΚΟΝΤΑ ΣΤΙΣ ΡΑΓΕΣ
Της Άλκης Ζέη 


Το βιβλίο της Αλκης Ζέη «Κοντά στις ράγες » αναφέρεται στην εποχή της Τσαρικής Ρωσίας που ο λαός κρυφά και μυστικά αρχίζει να εναντιώνεται και να επαναστατεί εναντίων του Τσαρικού καθεστώτος.
Η ηρωίδα του βιβλίου είναι η Σάσενκα Βελιτσάνσκαγια. Η Σάσενκα της οποίας η οικογένεια ανήκει στην αστική τάξη, ο πατέρας της που είναι γιατρός για να την βοηθήσει να περάσει στο σχολείο της φέρνει έναν δάσκαλο τον Πάβελ Γκριγκόροβιτς. Έναν φοιτητή επαναστάτη κατά του Τσάρου ο οποίος είχε φυλακιστεί και είχε εκδιωχθεί στην Σιβηρία αλλά τώρα είναι στην περιοχή της Σάσενκας παρακολουθούμενος.

Η ηρωίδα αναπτύσσει μ αυτόν πολύ καλές φιλικές σχέσεις, όπως και ο πατέρας της, με αποτέλεσμα η Σάσενκα να υιοθετήσει επαναστατικές ιδέες και απόψεις. Όπως βλέπουμε και στο σχολείο, αυτή και οι φίλες της, όλες επαναστατικά πνεύματα να πηγαίνουν σε ένα κρυφό μέρος για να συζητήσουν και να σχολιάσουν τα κύρια θέματα της εποχής χωρίς να γίνουν αντιληπτές από τις σκληρές δασκάλες τους.
Στα σχολεία χωρίζουν τα παιδιά σε τμήματα ανάλογα με την κοινωνική τους τάξη. Η ανισότητα φαίνεται στη γειτονιά της Σάσενκας με οικογένειες πεινασμένες οι οποίες ζουν σε υγρά υπόγεια αλλά και σε πολύ πλούσιες οικογένειες οι οποίες αδιαφορούν και χλευάζουν τους φτωχούς ανθρώπους.
Η σκληρότητα της εποχής φαίνεται στο γεγονός ότι, όσοι ήθελαν να κάνουν φιλανθρωπίες σε εξαθλιωμένους συνανθρώπους τους απαγορεύονταν με Νόμο από τον Τσάρο. Επίσης υπάρχει λογοκρισία στα βιβλία που κυκλοφορούν ή διαβάζονται απ τους πολίτες με σοβαρές τιμωρίες. Τέλος, όταν ήθελαν να γιορτάσουν ένα γεγονός στο σπίτι θα έπρεπε να πάρουν άδεια απ την Αστυνομία για να μαζευτούν πάνω από πέντε (5) άτομα.