Κωνσταντίνος Γ. Καρυωτάκης,
«ΑΠΟΣΤΡΟΦΗ»
Φθονῶ
την τύχη σας, προνομιοῦχα
πλάσματα,
κοῦκλες ἰαπωνικές.
Κομψά, ῥόδινα
μέλη πλαστικές
γραμμές, μεταξωτά,
διαφανῆ ῥοῦχα.
Ζωή
σας ὅλη τα ὡραῖα σας μάτια.
Στὰ
χείλη μόνο οἱ λέξεις τῶν παθῶν.
Ἕνα
ἒχετ' ὄνειρο: τόν ἀγαθόν
ἄντρα σας
καὶ τα νόμιμα κρεβάτια.
Χορός
ἡμιπαρθένων, δυο δυό,
μ' ἀλύγιστο
το σῶμα, θριαμβευτικά,
ἐπίσημα και τελετουργικά,
πηγαίνετε στο ντάνσιγκ
ἢ στο ᾠδεῖο.
Ἐκεῖ
ἀπειράριθμες παίρνετε πόζες.
Σαν
τὴ σελήνη πρν ῥωμαντικές,
αὔριο
παναγίες, ὅσο προχτές,
ἀκούοντας τὴ
"Valenzia", σκαμπρόζες.
Ἕνα
διάστημα παίζετε το τέρας
μὲ τα τέσσερα πόδια κολλητά.
Τρέχετε και διαβάζετε μετά
τον ὁδηγό σας "δια τας μητέρας".
Ὤ,
να μποροῦσε ἔτσι κανείς να θάλλῃ,
μέγα
ῥόδο κάποιας ὥρας χρυσῆς,
ἢ να βυθομετρούσατε καὶ σεῖς
μα μια φουρκέτα τ' ἄδειο σας κεφάλι!
Ἀτίθασα
μέλη, διαφανῆ ῥοῦχα,
γλοιώδη στόματα
ὑποκριτικά,
ἀνυποψίαστα,
μηδενικὰ
πλάσματα, καὶ γι' αὐτὸ
προνομιοῦχα...
Επέλεξε Γράββαρη Αριάδνη, Γ1
Μιχάλης Πάτσης
κι η τύψη είναι ο μόνος τρόπος να ξαναγυρίσουμε στην παιδική
αγνότητα -
ω παλιέ φίλε που έφυγες, ξέρω ότι θα σε συναντήσω σε κάποιο
όνειρο ή άξαφνα στο δρόμο όταν όλα θα' χουν χαθεί,
γυναίκες που αγαπήσαμε ενώ έξω απ' τα παράθυρα δυνάμωνε η
βροχή
κι ύστερα πιασμένοι απ' το χέρι περάσαμε τη γέφυρα, με τα μαλλιά
σας βρεγμένα να λαμπυρίζουν στο ηλιοβασίλεμα -
ποιος θα το πίστευε αλήθεια πως υπήρξε ένας καιρός που δίναμε τη ζωή μας
μ' εκείνον τον αδιάκοπο πυρετό σαν τ' άρρωστα παιδιά που όταν
αναρρώσουν δεν τους χωράνε τα παιδικά τους ρούχα
και στο σχολειό τα κοροϊδεύουν - και γεμίζουν τα τετράδια τους με
ποιήματα
για να μη χαθούν.
Κι ύστερα έρχεται η ενηλικίωση σαν ένα ναυάγιο.
δίνεις μια σημασία πριν έρθει η νύχτα.
Κ.Γ. Καρυωτάκη
«Κι αν έσβησε σαν ίσκιος...»
κι αν έχασα για πάντα τη χαρά,
κι αν σέρνομαι στ' ακάθαρτα του δρόμου,
πουλάκι με σπασμένα τα φτερά·
στον κήπο της καρδιάς μου μαραθεί,
το λεύτερο που εσκέφτηκα τραγούδι
κι αν ξέρω πως ποτέ δε θα ειπωθεί·
βαθιά μέσα στον πόνο που πονώ —
καθάρια πώς ταράζεται η ψυχή μου
σα βλέπω το μεγάλον ουρανό,
και ογραίνοντας την άμμο το πρωί,
μου λέει για κάποιο γνώριμο ακρογιάλι,
μου λέει για κάποια που 'ζησα ζωή!
Υψικάμινος, Άγρα
Αγαπώ να γράφω
πάνω στ’ άσπρο χαρτί
με λόγια φτωχά.Τη σχέση μου με τον κόσμο
με τους άλλους ανθρώπους
με μένα μόνο.
Πράγματα του κόσμου
που μένουν πάντα,
ενώ ο άνθρωπος αλλάζει.
Αγαπώ να μιλώ
με τη ψυχή μου
για τη ζωή του κόσμου.
Πράγματα ολωνών,
λιγοστή χαρά
σε μια θάλασσα πίκρα.
Πράγματα αληθινά,
όνειρα απραγματοποίητα
που μας βοηθάν να ζούμε.
Αγαπώ να γράφω.
Agapao na graspo
apanu st’ aspro chartì,
me cundura loghia,
sc’emmè me ton cosmo,
me tus addhu athròpu,
methemu manachò.
Pramata tu cosmu
ti menasi panda
san o atropo addhazi.
Agapao na platespo
me tin spichìmu
ti zoì tu cosmu.
Pramata olò,
cunduri charapìa
sce mia thalassa pricada.
Pramata alithinà,
onira aghenasta
ti ma ffudusi na zume.