Τρίτη 14 Μαρτίου 2023

Διήγημα, Μ. Φούτρη

 Μαρκέλλα Φούτρη  

Οι σουπιές

Στον διάδρομο όλοι ήταν χωρισμένοι σε διάφορες παρέες, άλλοτε μεγάλες άλλοτε μικρότερες. Όλοι φαίνονταν τόσο χαρούμενοι να διασκεδάζουν, αλλά αν παρατηρούσες καλύτερα ήταν ένα παιδί που κάθονταν πάντα μόνο του και όλοι έμοιαζαν να το προσπερνούν σαν να ήταν αόρατο. Γλυκιά κοπέλα φαίνονταν, οπότε πλησίασα για να της κάνω παρέα. Την παρατηρούσα καιρό και υπήρχαν διαστήματα που έμοιαζε ευτυχισμένη μέσα σε μεγάλες παρέες και ξαφνικά ήταν και πάλι μόνη της.


-Καλημέρα!, της είπα

-Θα δείξει, μου απάντησε κάπως ωμά. Φαινόταν κλαμμένη και σίγουρα χωρίς όρεξη για συζήτηση. Ήθελα όμως να βοηθήσω, να μάθω τι την τυραννούσε όποτε τη ρώτησα ευθέως.

-Πώς γίνεται να είσαι μόνη σου; Δεν γνωρίζεις κανέναν από όλο το σχολείο;

- Τους ξέρω αλλά…είναι μεγάλη ιστορία θα βαρεθείς, καλύτερα να φύγεις.

Εγω κοντοστάθηκα. Μου είχε εξάψει την περιέργεια, οπότε περίμενα να ξεκινήσει την αφήγηση.

- Στην αρχή ήμουν συνέχεια μόνη μου. Δε ξερω τι εξέπεμπα αλλά δεν με επέλεγαν και πολύ για παρέα. Παρόλα αυτά είχα πάντα καλές σχέσεις με όλους. Κάπως οξύμωρο, αλλά με ικανοποιούσε αρκετά. Κάποια στιγμή, άρχισα να τραβάω κόσμο σαν μαγνήτης και έτσι ξαφνικά απέκτησα φίλους που έμοιαζαν τόσο φανταστικοί, τόσο τέλειοι που αδυνατούσα να το πιστέψω. Δεν ταίριαζα με όλους, οπότε κατέληξα σε λίγους, όσους θεωρούσα ξεχωριστούς.

Κάθε μέρα πήγαινα σχολείο όλο και πιο χαρούμενη μίλαγα με όλους. Τους εμπιστευόμουνα. Τι λόγο είχα άλλωστε να κάνω το αντίθετο; Ήταν όλοι υπέροχοι. Αρχίσαμε να ερχόμαστε όλο και πιο κοντά και εγώ να δένομαι όλο και περισσότερο μαζί τους. Ήταν τόσο μαγικό νόμιζα ότι θα ήμουν έτσι για πάντα. Είναι ωραίο κάποιες στιγμές να ζεις σαν σε όνειρο, να είσαι τόσο αγαπητός που να μην μπορείς να το διαχειριστείς. Νιώθεις ξεχωριστός. Βλέπεις την κοπέλα εκεί;

-Ναι, της έγνεψα.

-Ήμασταν κολλητές. Γινόμουνα θυσία για εκείνη πάντα. Μαζί με την παρέα στο τέλος του διαδρόμου ήμασταν όλοι μια μεγάλη παρέα. Αλλά ξαφνικά κάτι άλλαξε και αποφάσισαν ότι δεν ταίριαζα τελικά μαζί τους. Έμεινα και πάλι μόνη μου. Αλλά όχι για πολύ. Γνώρισα εκείνη την παρέα στο βάθος. Πολύ καλή παρέα, με στήριξαν. Ήταν διαφορετικοί από τους άλλους μου είπανε. Πάλι το ίδιο έγινε. Τους έδωσα ό,τι είχα και μια μέρα δεν ήμουν πια «χρήσιμη» άρα με ξέχασαν. Να βλέπεις τώρα, κάνουν ότι δεν με ξέρουν. Αυτό ξαναέγινε πολλές φορές, με διαφορετικές παρέες κάθε φορά. Το μόνο που έμενε ίδιο ήμουν εγώ. Αθώα και έτοιμη να εμπιστευτώ όλο τον κόσμο. Η κολλητή μου που σου έλεγα κάθε τόσο με θυμόταν ξανά και γινόμασταν και πάλι κολλητές φτιάχναμε καινούριες παρέες και μετά πάλι τα ίδια. Και ξέρεις το καλύτερο; Πάντα έφταιγα εγώ που έφευγαν. Αστείο έ; Ποιος παίρνει την ευθύνη για τις πράξεις του; Ρίχνεις το φταίξιμο στον άλλο και ούτε τύψεις ούτε τίποτα. Έτσι ήμουν για όλους εγώ η κακιά. Ο,τι μπορείς να φανταστείς έλεγαν πίσω από την πλάτη μου στους άλλους εναντίον μου. Δεν τόλμησε κανένας τους να τα πει σε εμένα βέβαια...

-Και γιατί την συγχωρούσες;

- Γιατί την είχα ανάγκη. Μέσα στην αφέλειά μου νόμιζα ότι οι άνθρωποι αλλάζουν. Να το θυμάσαι, σαν συμβουλή, δεν αλλάζει κανένας, τουλάχιστον όχι προς την κατεύθυνση που εσύ θα ήθελες. Οι άνθρωποι έρχονται για να σε προδώσουν. Ξέρεις τι έμαθα κάποια στιγμή; Το μόνο που ήθελαν από εμένα ήταν βοήθεια. Με χρειάζονταν εκείνη την στιγμή οπότε με αγαπούσαν, σα φάρμακο. Μόλις λοιπόν η επήρειά μου περνούσε, με άφηναν, δεν είχαν λόγο να με έχουν πιά. Έφτανε η ημερομηνία λήξης μου και με πέταγαν με λίγα λόγια. Πιο ύπουλα με ξεγελούσαν κάθε φορά και τους πίστευα.

-Και τελικά πώς τα κατάλαβες όλα αυτά;

-Κατά βάθος το ήξερα πάντα αλλά δεν ήθελα να το πιστέψω. Ε κάποια στιγμή κουράστηκα να κατηγορώ τον εαυτό μου και άνοιξα τα μάτια μου στην αλήθεια.

Δάκρυσε

-Να έτσι κατέληξα εδώ. Αγάπησα την μοναξιά μου και σταμάτησα να την φοβάμαι. Καλύτερα είμαι έτσι και ας μην φαίνεται. Καλύτερα μόνος σου παρά περιτριγυρισμένος από ψεύτικους ανθρώπους. Αν με παρατηρείς όπως λες, θα ξαναέρθουν όλοι σε εμένα κάποια στιγμή, πάντα κάποιος θα με έχει ανάγκη. Αλλά τότε δεν θα είμαι εγώ πια εκεί. Ας  βρουν άλλον να λερώσουν με το μελάνι τους.

 

Υ.Σ Σουπιά λέμε τον πονηρό, τον πανούργο άνθρωπο, που καταφέρνει και ξεφεύγει θολώνοντας τα πράγματα ή τα γεγονότα.