ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΤΩΝ
ΜΑΘΗΤΩΝ
16-4-2025
ΕΛΈΝΗΣ ΚΟΜΠΌΤΗ, ΓΙΩΡΓΟΥ ΖΑΦΕΙΡΙΆΔΗ, ΝΕΦΕΛΗΣ ΚΑΡΑΜΠΙΝΗ
Νοσταλγία
Σε λαγκάδια γεμάτα μαργαρίτες
Ένα μυστικό μου είπες
Πώς δεν θα ξεχάσεις ποτέ τη
στιγμή αυτή
Τώρα σκότος μες στην πόλη
Δίχως γλάστρες στο μπαλκόνι
Να φυτέψουμε μία μαργαρίτα
Ο ήλιος του παρόντος κρύος
Ποτέ τόσο ζεστός όσο ο ήλιος ‘κείνος
Στα λιβάδια τα παλιά
Τη στιγμή εκείνη κράτησα
Σαν κορνίζα σ’ ένα ράφι
Μα τώρα αναρωτιέμαι
Μήπως την ξέχασες εσύ;
ΆΓΧΟΣ
Η ΣΠΊΘΑ ΤΟΥ ΚΕΡΙΟΎ ΣΒΉΝΕΙ
Το φεγγάρι τρεμοπαίζει,
Τα βήματα μου όλο και πιο θολά,
Το άγγιγμά μου όλο και πιο άγριο,
Η λέξεις μου δίχως νόημα,
Ο κόσμος μου γκρεμίζεται,
Και ξαφνικά ένα απύθμενο σκοτάδι,
Με δύσκολη διέξοδο,
Και πασχίζοντας από της θλίψης τα αγκάθια να
ελευθερωθώ,
Δικαίωση θα βρω;…
Ζήλια
Την ψυχή μου ζώνουν φίδια .
Χάθηκε όλο το φως .
Πικροδάφνη σε πιθάρι,
μαραμένη απ’ την οργή.
Άμα θες μια συμβουλή…συγχώρα
Παιδιά
Τα παιδία παίζει
Η παιδιά περιπαίζει
Και οι μαθητές φωνάζουν: «έλεος»
Αιώνια κατσίκα
Αιώνιος ο φόβος…αιώνιος ο όχλος,
Η φωνές και ο πόνος γίνονται ένας στη συνείδησή
μου,
Σαν ένας αχαλύνωτος δρόμος χωρίς τέλος,
Μα τι κάνω εδώ και πού είμαι;
Στο δαφνί με μία τρελέγκο μπάμπουσκα,
Με μία τρελή κατσίκα.
Η πορεία
Ησυχία στον δρόμο
κομμένα τα φρένα
σαν μία παράξενη ευφροσύνη
μια αλλόκοτη γαλήνη.
Καμία ψυχή στην ασφαλτό.
Το κοπασμένο βουητό
γίνεται πιο δυνατό.
Το μυαλό μου: ξένος τόπος.
Γιατί βρίσκομαι σε τσιμεντένιο δάπεδο;
Γιατί τα πόδια μου με φέρνουνε σε τόπους που δεν
βρίσκομαι;
με τον συνοδηγό μου βρίζομαι.
Αρθριτικά
πόρτα και φόβος…
Τρίζει – γκρεμίζει
Ιδέες κι ελπίδες.
Τούμπανα οι κοιλίες σαν τύμπανα,
Μα κάποιοι πεινάνε.
Το πρίσμα της σκέψης,
Λες να το αντέξεις;
Κι άμα χαθεί;…
…Σωστά… δεν υπάρχει.
Η πόρτες μας τρίζουν
Τα αυτιά μου βουίζουν
Στο τέρμα οι σκέψεις
Στο τέρμα η βία
Σπασμένα θρανία.
Γιαουρτακι μύρτιλο
Μου κάνανε μπούλινγκ στο λύκειο,
Με λέγανε ξυνή σα μύρτιλο.
Πένθος
Σαν τυφώνας ζωή,
Μη ρωτάς συχνά «γιατί;».
Φύλλα δέντρων ξέραμενα
Δρόμο πήραν για τα ξένα
Φύγανε στην προσφυγιά
Χώρια από την ψηλή ελιά…με τις βαθιές τις ρίζες.
Αν ζούσανε στις εποχές
Τις αρχαίες, τις παλιές,
τον σαν θα κοιτούσαν,
Με ανδρεία θα νικούσαν.
Ένα παράθυρο,
Ματιά στο άπειρο.
Η σιγή αρχίζει,
στο μυαλό σφυρίζει…η σιωπή!
Η κλαίουσα ‘Δαμαντινή,
μέσα στην μικρή αυλή,
στον εγκαταλελειμμένο κήπο,
Άρχισε καινούργιο θρήνο.
Σαν τυφώνας ζωή,
Μη ρωτάς συχνά «γιατί;».
Πέρα από τον Δούναβη και τον Ευφράτη
Πυρ και μανία
Τα μάτια σου νεκρά
Και τα σκυλιά δεμένα.
Μα δε σκέφτηκες εμένα;
Πλημμυρίζουν τα νερά,
Ολισθηρά τα βρύα
Και τα σκαλιά μου κρύα.
Μα ποια σκαλιά;
Αυτά που νόμισες
Πώς δεν θα διαβώ.
Πίσω από το βουνό
Με την κοντή την ράχη
Πέρα απ’ τον Τίβερη και τον Ευφράτη
Μια γιαγιά δακρύζει,
Ένας πόνος κατακλύζει…την φτοχουλα την καρδιά της,
Πού πέθαναν τα παιδιά της.
Έσκισε την φορεσιά της
Έκαψε τα υπάρχοντά της
Και είπε με βαθιά πικρία
«Χάθηκε η ελευθερία».
Αχ τη δυστυχή, αχ τη δυσμοιρη.
Είναι μόνη της στο κόσμο ….
…ΤΟΥΤΟ