ΕΥΑ
ΚΟΥΡΜΟΥΣΗ
Τρία
ποιήματα
Έχθρα
της ύλης
Ζαρώνεις
μόλις βάζεις τ’ άκρα σου στο νερό,
λες
και θέλει να λιώσει το ενσαρκωμένο κερί
που κρύβεις πίσω απ’ τη πέτσα.
Τα
ερωτήματα απεγκλωβίζουν την ευχέρεια
των συνετών στοχασμών
που
κλωτσάς τη νύχτα για να πέσουν τ’ άστρα.
Σκοπιά
τ’ ουρανού και της γης μοιρολόι.
Χάθηκε
το νόημα σαν δώσεις τις απαντήσεις που
είναι αναπάντητες,
παλεύεις
με το μαύρο νυφάδι
κάτω απ’ τα νυχτολούλουδα για
να
σώσεις ‘κείνο που δε σώζεται.
Αυτή
η ευωδία της εκτονωμένης πίκρας,
γυρεύει
φαίνεται
ρίγη
να χωθεί απ‘ το λυρικό τέχνασμα.
Δυο
σταθμά ανισόρροπα, στέκουν
να
δουν τη τελευταία κρίση που καθίσταται
μέσα απ’ τη γνάθο.
Χάθηκες
κι συ όμορφο τραγούδι ευωδιάς,
του
μοχθηρού θανάτου τσιράκι.
Στα
βοσκοτόπια αποστραγγίζεις τ’ άχυρα
της πυράς,
μιας
και είσαι κρύο θέαμα, λιωμένο και υγρό
θαλάσσιο κομμάτι.
Μίλα
τώρα
Μίλα
τώρα, γιατί σωπαίνεις;
Περιτυλιγμένο
χαμόγελο που πνίγεται μες το μαύρο
φουλάρι της μάνας,
δυο
τρεις αθώες ψυχές θάβονται στις αναμνήσεις
του τόπου.
Ζωγραφίζεις
χελιδόνια πάνω στο λευκό καμβά μα η
άνοιξη δεν ήρθε ακόμη,
κάθεται
και καρτερεύει πίσω απ’ το χειμωνιάτικο
αγέρι.
Τι
περιμένεις να ιδείς σε τούτη την εποχή;
Απεχθές
το τοπίο, μη φαντάζεις να ‘ρχεται
χτυπώντας σου την πόρτα.
Πηγάζει
φως απ’ το φθαρμένο στέρνο που καρδιοχτυπά,
φως
ενάρετο βαδίζει ακλώνιστα στο κατώφλι
της ψυχής σου.
Ένα
άθικτο λιθάρι, μια πυρά μες το κρύο που
μουδιάζει
τα
αποκόμματα της ευφροσύνης δίνει ζωή
στο πνεύμα που δε λαλεί.
Πονά
η σιγή, άδεια η αγκάλη που σου δίνει ένας
ξένος σαν
ακουμπά
την άγνοια στη κοκαλωμένη σου κορμοστασιά,
γεμίζοντάς
τη περιέργεια που συναναστρέφεται με
άγνωστα πρόσωπα.
Τι
προσδίδει μια αμίλητη πραγματικότητα,
γιατί τοποθετείται ένα κενό ερωτηματικό;
Αναπάντητοι
στοχασμοί συσφίγγονται βουβά,
ένα
καντήλι τρεμοπαίζει την μελωδία που
δεν προσμένεται ν’ ακουστεί.
Κάθεσαι
και κοιτάς τα χνώτα σου να χορεύουν,
ακολουθείς
το ρυθμό που δεν μπορείς ν’ ακούσεις.
Μην πορευτείς σ’ αυτό το μονοπάτι μόνος,
μακρύς
ο δρόμος της μετάνοιας που στέκει ορθά
κάτω απ’ την άσφαλτο.
Πονεμένη
συνοικία της ψυχής.
Μίλα
τώρα, μη σωπαίνεις.
Φέρε
τούτο το χαμόγελο και γέμισε το χρώμα,
ζωγράφισε
τη ζωή σου μέσα από δυο λέξεις που
σχηματίζουν το αύριο.
Θα
κλείσει ένας κύκλος που γυρόφερνε στα
ίδια χωρία,
μια
νέα ελπίδα θα φανεί στο τέλος της
διαδρομής.
Η
Θυσία της Μάνας
Διψούν
οι ρίζες απ’ το διπλανό αμπέλι,
βλέπουν
το φως του ήλιου να τους κλέβει τη δροσά.
Αυτές
οι αλανιάρικες
ακτίνες που του ‘στησαν καρτέρι,
ανεβαίνει
απ’ τη ρίζα και το πνίγει η σάπια
μαυροφόρα που αγκομαχά.
Κόκκινο
νερό που στάζει απ‘ τα ξερά κλαδιά των
πεύκων
σαν
αγγίζει τ‘ όμορφο πρόσωπό της,
μια
ανυπόστατη σύσταση ξεχασμένη στα χωρία
του πράσινου πόθους.
Αλυσίδες
άνθους αντοχές που κρατούν τα δένδρα
το ερυθρό να μη κυλήσει,
μη
δει και φρίξει τη νέα νυχτιά του φεγγαριού.
Το
φως βαδίζει πάνω στο ξεριζωμένο παρελθόν
που βλέπει
τη
νέα σοδειά να παίρνει θέση μέσα από
δυο-τρεις χαράδρες.
Πέφτει
και μαραίνεται, ρίχνει τα καρφιά
του πριν κοπιάσει
η
μέρα να φανεί, μη νιώσει τον πόνο της
μάνας που σώζει τα παιδιά της.
Βουβό
το θλιβερό τοπίο του αποχαιρετισμού,
δυο-τρεις
κλάψες και ένα αντίο μες την σιγή των
άθυμων χειλιών.