Τρίτη 25 Φεβρουαρίου 2020

ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ

ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ
 ΑΝΘΗ ΚΑΚΟΓΕΩΡΓΟΥ, ΜΑΡΙΑ ΣΕΡΛΕΤΗ,  ΛΕΩΝΙΔΑΣ  ΓΙΩΤΗΣ ,       ΜΙΧΑΕΛΑ ΜΙΖΗ,  ΜΑΡΘΑ ΚΑΖΑΚΟΥ,   ΜΑΝΟΥΣΑΚΗΣ ΝΙΚΟΣ, ΑΡΤΕΜΗΣ ΛΕΠΕΝΟΥ,  ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΑΠΑΦΡΑΓΚΑΣ,  ΧΡΗΣΤΟΣ ΚΑΡΑΔΗΜΟΣ,    ΒΑΣΙΛΗΣ ΛΕΩΝΙΔΑΚΟΣ, ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΟΡΦΑΝΟΠΟΥΛΟΥ, ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΤΡΙΑΝΤΗ, ΑΝΝΑ -ΜΑΡΙΑ ΜΑΓΓΙΝΑ, ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΕΡΑΜΜΙΔΑΣ, ΑΝΤΩΝΗΣ ΚΑΡΚΑΛΑΣ , ΣΩΤΗΡΗΣ-ΘΕΟΧΑΡΗΣ ΜΑΓΓΙΡΑΣ, ΠΕΤΡΟΣ ΜΑΓΓΙΝΑΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΑΡΚΑΛΑΣ, ΜΑΡΙΑ ΚΑΠΙΡΗ - ΚΑΠΙΡΗ ΜΑΡΙΑ (ΝΕΟ)
----
Ανθή Κακογεώργου Γ3,
Συνείδηση καθαρή

Άραγε μπορεί να φέρει μυστικά στο φως μια απλή εκκαθάριση σε ένα πατάρι κι αν ναι τι είδους μυστικά,μπορούν πολλά δεδομένα σου να ανατραπούν σε μια στιγμή από κάτι ασήμαντο, μπορείς να μάθεις κατι που θα σε σοκάρει σε εντελώς ανύποπτο χρόνο, μπορείς να αναθεωρήσεις τις απόψεις σου για άτομα με αφορμή τα έγγραφα μιας καλά κρυμμένη κούτας;


Αυτές ήταν οι πρώτες που πέρασαν από το μυαλό της Ιωάννας αφού άνοιξε την τελευταία κούτα από το πατάρι της. Πότε δεν είχε σκεφτεί πως μια απλή εκκαθάριση θα μπορούσε να ανατρέψει όσα πίστευε μέχρι εκείνη τη μέρα για τον παππού της που τη μεγάλωνε μόνος του τα τελευταία δεκαεπτά χρόνια καθώς οι γονείς της σκοτώθηκαν σε τροχαίο όταν αυτή ήταν τριών ετών.
Αν και δεν τα πήγαιναν ποτέ ιδιαίτερα καλά, διότι αυτός ποτέ δεν της έδινε σημασία, δεν έπαιζε μαζί της, δεν της διάβαζε βιβλία όπως οι άλλοι παππούδες απλώς της εξασφάλιζε μια στέγη και φαγητό ποτέ δεν είχε φανταστεί πως ήταν εγκληματίας. Ο παππούς της ο πιο επιτυχημένος επιχειρηματίας της δεκαετίας απατεώνας;
Τα χαρτιά το έλεγαν ξεκάθαρα η κολοσσιαία επιχείρηση του παππού της δεν είχε στηθεί τόσο αθώα. Από πίσω κρυβόταν εκμετάλλευση εργατών, οικονομικά σκάνδαλα, παράνομες συναλλαγές με εμπόρους όπλων και ναρκωτικών, προκειμένου προφανώς να εξασφαλιστούν τα κεφάλαια για τις επενδύσεις εύκολα.
Αφού συνειδητοποίησε η Ιωάννα τι συνέβη προβληματίστηκε για το αν έπρεπε να τον καταγγείλει ή όχι. Από τη μία ήταν ο παππούς της που ανεξάρτητα από το αν είχαν καλές σχέσεις ή όχι την μεγάλωνε τόσα χρόνια μόνος. Μπορεί να μην της προσέφερε ψυχαγωγία αλλά της εξασφάλιζε πράγματα απαραίτητα για την επιβίωσή της. Από την άλλη όμως έκανε κακό σε ολόκληρη την κοινωνία.
Πίστευε πως ένας άνθρωπος που εκμεταλλεύεται τόσο κόσμο και έχει συναλλαγές οι οποίες πέρα από το γεγονός ότι παραβιάζουν το νόμο προκαλούν σοβαρά προβλήματα σε όλους. Υποστήριζε επίσης πως ενας εγκληματίας πρέπει να τιμωρείται και πως τέτοιοι άνθρωποι χωρίς ίχνος συνείδησης και ευαισθητοποίησης δεν προσφέρουν κάτι στην κοινωνία. Σκεφτόταν πως στη θέση των ατόμων που εθίζονταν στα ναρκωτικά και αντί να βοηθηθούν από κάποιον ώστε να το ξεπεράσουν, έπεφταν θύματα εκμετάλλευσης άπληστων εκμεταλλευτών θα μπορούσε να είναι εκείνη. Δεν μπορούσε να αφήσει κάτι τέτοιο ατιμώρητο. Με βάση λοιπόν αυτές τις σκεψεις αποφάσισε να τον καταγγείλει.
Μόλις ο παππούς της συνελήφθη έφυγε ένα βάρος από πάνω της και αισθανόταν πως είχε κάνει το σωστό. Έτσι συνέχισε τη ζωή της έχοντας τη συνείδησή της καθαρή ξέροντας πως δεν είχε υπάρξει «συνεργός» στις εγκληματικές πράξεις το παππού της.


----
Μαρία Σερλέτη, (Β3) 
« Ο ΜΙΚΡΟΣ ΠΡΟΣΦΥΓΑΣ»
Περιμέναμε αυτή την μέρα πολύ καιρό , οι γονείς μου συνέχεια μιλούσαν γι’ αυτήν. Την μέρα που θα μπαίναμε στην βάρκα για να περάσουμε απέναντι στην Ελλάδα και έπειτα να φτάσουμε στον τελικό μας προορισμό , μια άγνωστη χώρα της Ευρώπης. Η χώρα που θα γινόταν η νέα μας πατρίδα και θα ρίζωναν τα όνειρα μας. Πριν το ξημέρωμα θα φεύγαμε. Όλο το βράδυ δεν κατάφερα να κοιμηθώ, σκεφτόμουν την αυριανή μέρα, αν θα τα καταφέρουμε και άλλα τέτοια.


Το χάραμα μαζέψαμε τα πράγματα μας ,μην φανταστείτε πολλά , κάτι κουβέρτες, λιγοστά τρόφιμα και ένα-δύο αναμνηστικά αντικείμενα από την ζωή που αφήνουμε πίσω. Ο μικρός μου αδελφός δεν είχε καταλάβει τι γινόταν, σε όλη την διαδρομή έκλαιγε. Φτάσαμε στο λιμάνι. Εκεί είδαμε τον άνθρωπο που θα μας πέρναγε απέναντι. Ανεβήκαμε στην βάρκα, τι βάρκα δηλαδή …….. σκέτο φουσκωτό!!
Πως θα χωρέσουμε τόσοι άνθρωπο μέσα σε αυτό; αναρωτήθηκα. Η μητέρα μου κρατούσε σφικτά στην αγκαλιά της τον αδελφό μου και έμενα μου έσφιγγε το χέρι τόσο πολύ , που νόμιζα ότι θα μου έσπαγε τα δάχτυλα. Ξαφνικά ο βαρκάρης άρχιζε να φωνάζει κάτι στον πατέρα μου. Ήταν θυμωμένος και έδειχνε τα λεφτά. Η μητέρα μου τότε με έβαλε κάτω από την φούστα της, γιατί ο βαρκάρης αγριεμένος άρχισε να μετράει κεφάλια και να μας σπρώχνει όλους μέσα στην βάρκα .
Με τα πολλά ξεκινήσαμε. Ο άνεμος φυσούσε, η νύχτα δεν έλεγε να φύγει, ο ήλιος μας είχε ξεχάσει, το κρύο ήταν τσουχτερό και η πείνα μου όλο και μεγάλωνε. Ο μικρός Ισαάκ από το πολύ κλάμα αποκοιμήθηκε στην αγκαλιά της μαμάς μου. Κούρνιασα σε μια γωνιά, στα γόνατα του πατέρα μου. Αυτός μου χάδευε τα μαλλιά και κάτι έλεγε ¨μέσα από τα δόντια του¨ σαν προσευχή , σαν παραμιλητό.
Προσπάθησα να κοιμηθώ , να ονειρευτώ την επόμενη μέρα. Την μέρα που θα είχαμε φτάσει εκεί, που δεν θα φοβόμαστε να ζήσουμε, εκεί που δεν θα ακούγαμε τις βόμβες να σκάνε δίπλα μας…….
----
Λεωνίδας Γιώτης (Β1)
Μεγαλώνοντας χωρίς πατέρα
Τον προηγούμενο αιώνα ήταν ένας σχετικός κάλος αιώνας για την ανθρωπότητα αλλά πάντα υπάρχουν άνθρωποι που υπέφεραν με διαφορές ιστορίες ο καθένας τους. Μια από αυτές θα ερευνήσουμε σήμερα.
Κάπου στο 1979 ένα ζευγάρι αποφάσισε να παντρευτεί καθώς η γυναίκα ήταν έγκυος εδώ και κάτι εβδομάδες. Όλα κυλούσαν ομαλά ήρεμα μέχρι που απέλυσαν την γυναίκα από την δουλεία. Λόγω της εγκυμοσύνης της δεν μπορούσε να προσφέρει πολλά. Η γυναίκα ονόματι Αλεξάνδρα απογοητεύτηκε αρκετά με αυτό το συμβάν αλλά ήταν πιστή στο γάμο τους και για αυτό η λύπη της ήταν σχετικά μικρή. Όσον αφορά τον άντρα της διοικούσε μια εταιρία με κρέατα και η δουλεία του πήγαινε περίφημα όποτε η ανάγκη να δουλεύει και η Αλεξάνδρα δεν χρειαζόταν. Όλα καλά παντρεύονται και είναι ευτυχισμένοι.



Όμως μετά από 8 μήνες γάμου εδώ και μία εβδομαδα τσακώνονταν συνεχεία μέχρι που ο άντρας ονόματι Σταυρός πήρε την απόφαση να την χωρίσει. Έτσι σε λίγο καιρό που θα γεννιόταν το παιδί υποσχέθηκε να το βοηθήσει οικονομικά όσο μακριά και αν βρίσκονται. Στην τελική δεν τήρησε την υπόσχεση του, στην γέννηση του παρευρισκόταν εκεί αλλά ποτέ άλλοτε μετά από την γέννηση του παιδιού. Έφυγε και εξαφανίστηκε χωρίς καμία έννοια για το καημένο το παιδί του.
Τον πρώτο καιρό ζούσαν στον παλιό τους σπίτι αλλά ήξερε πως δεν αργεί η ώρα που θα φύγουν από εκεί λόγω πολλών χρεών όπου δεν είχαν πληρωθεί. Έτσι μετά από λίγες εβδομάδες η Αλεξάνδρα μαζί με τον μικρό Ηλία πήγαν αν μείνουν στην αδελφή της Αλεξάνδρας αλλά για ποσό καιρό άραγε; Πάλι καλά ο Ηλίας ήταν ένα ήσυχο μωρό και δεν έκλαιγε ιδιαίτερα έτσι μια έμεναν από εδώ μια από εκεί μέχρι που η Αλεξάνδρα ανέκτησε την παλιά δουλειά της βεβαία. Όμως δεν αρκούσε για να φροντίσει το μωρό έτσι νοίκιασε ένα σπίτι σαν καλύβα ήταν πολύ μικρό και αρκετά βρόμικο αλλά ήταν ότι καλύτερο μπορούσε να βρει.
Με αυτά και με αυτά όμως τα χρόνια πέρασαν και ο μικρός Ηλίας μεγάλωσε έγινε 6 χρονών, σε κάτι μήνες θα πήγαινε στο δημοτικό, η μαμά του νόμιζε ότι ο Ηλίας θα στενοχωρηθεί, αλλά έκανε λάθος ο Ηλίας αν και μικρός ήταν πολύ λογικός.
Την πρώτη μέρα στο σχολείο είδε τα υπόλοιπα παιδάκια καλοντυμένα την ίδια μέρα αυτός φορούσε ένα παλιό πουλόβερ και μια φόρμα, άλλα δεν το ένοιαζε καθόλου. Αυτό που τον πλήγωσε ήταν, όταν είδε τα υπόλοιπα παιδιά αγκαλιά με τους πατεράδες τους και αναρωτήθηκε για τον δικό του. Περνούσαν οι μέρες και ο Ηλίας αποφάσισε να ρωτήσει την μητέρα του για το πάτερα του, αυτή σκέφτηκε να του πει ότι πέθανε, αλλά δεν ήθελε να τον στενοχωρήσει και έτσι κατάλαβε ότι ήταν λάθος. Έτσι του είπε πως έφυγε για δουλειά στο εξωτερικό και δεν ξέρει πότε θα γυρίσει. Ο Ηλίας στενοχωρήθηκε αλλά είχε τη ελπίδα πως θα επιστρέψει.
Περνούσαν οι μέρες, οι εβδομάδες, ο Ηλίας είχε ένα μικρο θέμα κοινωνικοποίησης, αλλά αυτούς που συμπαθούσε τους είχε κοντά του έτσι ο Ηλίας λατρεύοντας και τα μαθηματικά από μικρή ηλικία τα πήγαινε πολύ καλά στο σχολείο. Τα πράγματα φαίνονταν να κινούταν ομαλά ζούσαν βέβαια σε ένα μικρο σπίτι αλλά ότι μπορούσε η Αλεξάνδρα θα του το προσφέρει. Σε λίγους μήνες η Αλεξάνδρα έπαθε ένα ατύχημα, έσπασε το πόδι της και τα προβλήματα πέφταν σαν βροχή. Πήρε άδεια από την δουλειά χωρίς όμως να πληρώνεται έτσι αυτόν τον ένα-ενάμιση μήνα τα πράγματα θα δυσκολεύονταν όπως και έγινε. Οι προμήθειες φαγητού στο σπίτι ήταν αρκετά μειωμένες αλλά ο Ηλίας βρήκε κάτι που λάτρευε και έπνιξε το πόνο του εκεί.
Από την ηλικία των δέκα είδε και λάτρεψε το ποδόσφαιρο παίζοντας δέκα λεπτά με τους φίλους τους η μπάλα πέταγε στα πόδια του χωρίς καν να έχει ξαναπαίξει. Από ότι φαινόταν ήταν πάρα πολύ καλός και μάλλον το ταλέντο του στο ποδόσφαιρο ήταν τεράστιο. Μέσα στην λύπη της Αλεξάνδρας είδε την μοίρα του γιου της και καθησύχασε έστω και λίγο. Κάθε μέρα μετά το σχολείο πήγαινε για μπάλα έτρεχε σπίτι έπαιρνε δύο κομμάτια ψωμί και μετά έπαιζε μπάλα όλη μέρα. Όπως είπα η μπάλα πέταγε στα πόδια του δεν μπορούσε να τον σταματήσει κάνεις έτρεχε άλογο και τους περίαγε σαν σταματημένους η ντρίμπλα του ήταν απίστευτη. Έπαιζε κάθε μέρα μέχρι τις 9 το βράδυ, πήγαινε σπίτι το έριχνε στο διάβασμα μέχρι τις 3 το πρωί ως που να τον πάρει ο ύπνος.
Το πρωί στο σχολείο πήγαινε μισοκοιμισμένος αλλά και πάλι οι γνώσεις του ήταν ορθές και στο μάθημα δεν έκανε λάθος. Περνώντας τα χρόνια η ζωή του ήταν ακριβώς ίδια μέχρι την ηλικία των δεκατεσσάρων. Από εκεί και πέρα τα πράγματα δυσκόλεψαν δεν μπορούσε να συνεχιστεί αυτό γιατί τα μαθήματα του όλο και αυξάνονταν και δυσκολεύονταν. Οι φίλοι του οι οποίοι δεν ήταν τόσο καλοί μαθητές όσο αυτός δεν μπορούσαν πλέον στο Λύκειο να παίζουν μπάλα κάθε μέρα έτσι ο Ηλίας συνέχισε να προπονούνταν μόνος του και να διάβαζε σκληρά είχε τρομερό μέλλον παρά το δύσκολο παρελθόν. Έτσι από εκείνη την στιγμή παρακαλούσε τη μάνα του να γραφτεί σε μια ομάδα ποδοσφαίρου αλλά τα λεφτά δεν έφταναν.
Την επόμενη μέρα η Αλεξάνδρα ξαναπολύθηκε και πάλι τα ίδια, μένανε μια στην αδερφή μια στην ξαδέρφη της μέχρι να κατασχέσει το σπίτι η τράπεζά.
Το παιδί παράτησε λίγο την μπάλα και συνέχισε την προσπάθεια στα μαθήματα. Περνώντας άλλα δύο χρόνια έτσι έφτασε η στιγμή να αποφασίσει για το μέλλον του και κατάφερε να περάσει στο Πολυτεχνείο μα επίσης την ίδια στιγμή ένας προπονητής από την ΑΕΚ τον είχε ρωτήσει για δοκιμαστικό όπου και πήγε με το μαγευτικό ταλέντο του τους κατέπληξε όλους και φυσικά τον πήραν στην ομάδα. Η μάνα του όμως του είπε να τελειώσει το πολυτεχνείο γιατί είναι πιο σίγουρο και αυτό και έγινε. Μάλιστα τον ένα χρόνο του έκανε πρόταση για ένα πολύ μεγάλο αμερικανικό πανεπιστήμιο αλλά και την ίδια ώρα τον πίεζαν τρεις ελληνικές ομάδες η ΑΕΚ, ο Ολυμπιακός και ο Αρης ήθελε τόσο πολύ να πάει μα η μάνα του θα τον έπαιρνε από το αφτί αν το έκανε. Αυτός όμως αποφάσισε το αντίθετο και πήγε στην ΑΕΚ στην 2η ομάδα. Με το ταλέντο που διέθετε τον πήραν απευθείας στην 1η.
Στον πρώτο αγώνα όμως τραυματίστηκε κιόλας. Η μάνα του απογοητεύτηκε μόλις έμαθε τα νέα. Ο Ηλίας είχε πάθει σοβαρή ζημιά στο πόδι οπότε θα μπορούσε να ξαναγωνιστεί πάλι σε 4 χρόνια μέχρι τότε όμως θα έχει χάσει τελείως την φόρμα του δεν θα ξαναγινόταν πότε αυτός που ήτανε έτσι του είπανε. Ο Ηλίας κατέλαβε το λάθος του και ότι έπρεπε να ακούσει την μάνα του. Παρακάλεσε τον πανεπιστήμιο να τον δεχτεί πίσω και στην τελική δέχτηκε οπότε το μέλλον του Ηλία παίρνει άλλη τροπή.
Έμεινε για 3 χρόνια στο πανεπιστήμιο και βρισκόταν στα 20 του. Άλλον έναν χρόνο ήθελε και θα αποφοιτούσε. Στην Αμερική ανακάλυψε πως υπήρχε μια ποδοσφαιρική ομάδα για φιλανθρωπικούς σκοπούς για μια στιγμή. Ο Ηλίας έλαμψε από χαρά μέχρι που θυμήθηκε τα λογία των γιατρών ήθελε ακόμα 1 χρόνο για να αναρρώσει αλλά και πάλι δεν θα ήταν όπως πριν. Αυτός όμως πίστεψε ότι θα τα καταφέρει και πήγε και γράφτηκε αύριο είχαν προπόνηση.
Όταν έφθασε η ώρα συμμετείχε σιωπηλός σαν ένας απλός ούτε μια ντρίμπλα δεν προσπάθησε να κάνει έπαιζε ήρεμα για να δοκιμάσει το πόδι του. Συνέχισε για 2 εβδομάδες μέχρι που συνειδητοποίησε ότι ήταν μια χαρά. Αμέσως τότε στην επόμενη κιόλας προπόνηση άρχισε τις ντρίμπλες και τα κόλπα έτρεχε και δεν το προλάβαινε κανείς. Τότε κατάλαβε ότι τίποτα δεν έχει τελειώσει. Συνδυάζοντας το πανεπιστήμιο και προπόνηση στην ακαδημία στην οποία γράφτηκε με τα λεφτά από τα πρώτες προχειροδουλειές που έκανε. Το ταλέντο του ξαναμεγάλωνε όπως παλιά. Μέτα από έναν χρόνο τελείωσε το πανεπιστήμιο αλλά του ήρθε και πρόσκληση από τον ΑΓΙΑΞ την γνωστή ολλανδική ομάδα οι οποίοι τον είχαν δει όταν παίξανε φιλικό με την ακαδημία τους. Τότε μίλησε στον μητέρα του για αυτό,αυτή βέβαια ήταν κάθετη, να βρει δουλειά, τόσα έκανε για να σπουδάσει φυσικός στην Αμερική. Αυτήν τη φορά άκουσε την μητέρα του και βρήκε την πρώτη του δουλειά σε ένα σχολείο της Αμερικής δευτεροβάθμιας. Ασκούσε εξαιρετικά το επάγγελμά του και ήταν εξαίρετος στις θετικές επιστήμες.
Μετά από κάτι μήνες προωθήθηκε στο Χάρβαρντ της Αμερικής. Δεν ήταν το όνειρο του, όμως με αυτό ούτε ευτυχισμένος ήτανε, ήθελε να παίξει μπάλα και ήταν σε σχετικά μικρή ηλικία. Δεν άντεχε άλλο όμως και παρακάλεσε τον προπονητή να συνεννοηθεί με τον προπονητή του Αγιαξ για να μεταγραφεί εκεί. Είχε βγάλει αρκετά λεφτά πλέον έτσι, πήγε στην Ελλάδα μίλησε με την μητέρα του της εξήγησε αφήνοντας της χρήματα οπού θα μπορούσε να ζήσει βολικά για 5 ζωές Η Αλεξάνδρα κατάλαβε και του έδειξε εμπιστοσύνη. Πήρε το αεροπλάνο και στα 21 του ξεκίνησε μια καριέρα. Κατέκτησε πρωτάθλημα Ολλανδίας με τον ΑΓΙΑΞ, και πήγε στα ημιτελικά του Europa league. Βλέποντας τον πολλοί σκάουτερ τον ζήτησαν, πολλές ομάδες μεταξύ αυτών και η Μπαρτσελονα η καλύτερη ομάδα του κόσμου στην οποία έπαιζε και το είδωλο του ο μαγικός Ροναλντίνιο. Τον βάλανε στην 3η ομάδα μετά στους κάτω των 21 και ύστερα τον πήραν για δοκιμαστικό στην 1η ομάδα. Τα πήγε περίφημα στον αγώνα και μια καριέρα είχε ξεκινήσει και θα έμενε στην ιστορία.


----


Μιχαέλα Μίζη (Γ1)

ΚΑΡΑΝΤΙΝΑ ΗΜΕΡΑ 1

Σήμερα το πρωί αφού τεντώθηκα και περίμενα το αφεντικό μου να μου βάλει να φάω και στην συνέχεια να φύγει και τα παιδάκια που παίζουν μαζί μου να πάνε για κάτι που ονόμαζαν "σχολείο" κάτι παράξενο συνέβη. Οι δρόμοι ήταν άδειοι , δεν περνούσαν πλέον αυτές οι μεγάλες γκρι φιγούρες. Το πιο παράξενο όμως ήταν ότι δεν είχαν βγει ακόμα έξω για να με ταΐσουν. Περίμενα , περίμενα όμως κανένας δεν ερχόταν. Νόμιζα ότι τους είχαν απαγάγει. Μετά από λίγη ώρα , επιτέλους με θυμήθηκαν. 




Αντί για τον άντρα βγήκε η γυναίκα που με προσέχει , εντάξει αυτήν την συμπαθώ λίγο παραπάνω γιατί μου βάζει και περισσότερο φαγητό. Η πόρτα του σπιτιού ήταν ανοιχτή , έτσι κατάφερα να τρυπώσω μέσα και να κάτσω στο χαλάκι μου. Υπήρχε τεράστια ανησυχία , δεν κατάλαβα και πολλά γιατί είχα στρέψει την προσοχή μου στο φαγητό που μαγειρευόταν. Όλη η μέρα πέρασε με παιχνίδια στον κήπο. Μόνο βόλτα δεν πήγα για να συναντήσω τους υπόλοιπους φίλους μου , αλλά δεν με ενοχλούσε και πολύ.

ΚΑΡΑΝΤΙΝΑ ΗΜΕΡΑ 2


Περίεργα πράγματα έγιναν και σήμερα πάλι , όλοι έμειναν σπίτι. Όχι στο δικό μου αυτό δεν τους χωράει , σε αυτό που μοιάζει με παλάτι. Η ταραχή στο σπίτι μεγάλωνε. Αυτό που κατάλαβα είναι ότι θα έμεναν για αρκετό καιρό σπίτι, λόγω μίας ασθένειας που υπήρχε σε όλο τον κόσμο με το όνομα "κορωνοϊός" . Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί είναι τόσο προβληματισμένοι , όχι μόνο η δικιά μου οικογένεια αλλά και πολύ ακόμα άνθρωποι. Το είδα το βράδυ στις ειδήσεις όπως έλεγε και ο μεγάλος κύριος. Εμένα ήταν το καλύτερο δώρο που μπορούσαν να μου κάνουν. Ήταν υπέροχο να τους έχω όλους μαζί μου και να παίζουμε χωρίς την δικαιολογία ότι "πρέπει να διαβάσουμε". Ήταν καλύτερο ακόμα και από ένα τεράστιο κόκαλο.

ΚΑΡΑΝΤΙΝΑ ΗΜΕΡΑ 3


Ξύπνησα πολύ χαρούμενη, τα πράγματα δεν είχαν αλλάξει καθόλου. Στην ατμόσφαιρα άκουγες τα πουλάκια να σιγοτραγουδούν , τα αυτοκίνητα ήταν όλα παρκαρισμένα και εγώ περίμενα με ανυπομονησία την πρωινή μου βόλτα. Βεβαία το ωράριο ήταν πιο σκυλίσιο. Αντί για πέντε το πρωί έβγαινα στις εννέα. Δεν με ενοχλούσε καθόλου να πω την αλήθεια , ίσα ίσα που το προτιμούσα."ΟΧΧΧ ποιος είναι αυτός" αναρωτήθηκα. Στεκόταν μπροστά μου ένας κύριος με καλυμμένη όλη την μούρη , μόνο τα μάτια του μπορούσες να διακρίνεις. Αν δεν είχα αυτήν την φανταστική όσφρηση δεν θα είχα καταλάβει ότι ήταν ο ψηλός άντρας που με προσέχει. Έχω να πω ότι τόσο πολύ δεν έχω γελάσει σε όλη μου την ζωή. Αφού βγήκαμε από το σπίτι κατάλαβα ότι δεν ήταν ο μοναδικός εξωγήινος , υπήρχαν πολλοί ακόμα. Όπου κοιτούσες έβλεπες τέτοιους. Τους λέω έτσι γιατί δεν ξεχώριζες αν ήταν άνδρες ή γυναίκες. Μήπως είμαι εγώ η περίεργη και ξύπνησα σε άλλον πλανήτη! Πάντως το μπολ μου ήταν στην ίδια θέση.
.
.
.
.

ΚΑΡΑΝΤΙΝΑ ΗΜΕΡΑ 23


Δεν μπορώ να καταλάβω τι συμβαίνει. Έχω μπερδευτεί. Υποτίθεται ότι απαγορεύεται να βγαίνουμε έξω , αλλά κάθε μέρα έξω από το σπίτι μας γίνεται παρέλαση. Άλλοτε μικρά πλασματάκια που γκρινιάζουν συνέχεια και άλλοτε άνθρωποι πάνω σε κάτι που μοιάζει με αμάξι αλλά δεν είναι γιατί έχει δύο ρόδες αντί για τέσσερις. Αλλά αυτοί που βλέπω συνέχεια είναι κάτι ψηλοί άντρες κυρίως , που έχουνε κάτι αμάξια με φωτάκια και μία σειρήνα που βαράει συνέχεια. Αλλά να σας πω κάτι , δεν τους συμπαθώ και πολύ. Δηλαδή δεν κατάλαβα αυτοί γιατί μπορούν να σταματάνε τους περαστικούς και όταν το κάνω εγώ με μαλώνει αυτός ο κύριος που με προσέχει. Είναι άδικο. Ζηλεύω!
.
.
.

ΚΑΡΑΝΤΙΝΑ ΗΜΕΡΑ 78


Αγαπητοί μου σκύλοι επιτέλους όλα επέστρεψαν στον κανονικό τους ρυθμό. Γύρισαν όλοι στις δουλειές του και μπορώ πλέον να κοιμάμαι με την ησυχία μου. Κοιτάξτε , αγαπώ πολύ την οικογένεια που με προσέχει , αλλά είχαν γίνει κουραστικοί μετά από κάποιο διάστημα. Αφήστε το άλλο, βγαίναμε έξω πάνω από πέντε φορές την ημέρα. Πριν τον εγκλωβισμό μας στο σπίτι τους παρακαλούσα για τρίτη βόλτα και τώρα έχουν αντιστραφεί οι ρόλοι. Έκανα όσες βόλτες θα έκανα για έναν χρόνο. Τώρα θα κοιμάμαι σαν τις αρκούδες για αρκετούς μήνες. Χαίρομαι βέβαια που είναι χαρούμενοι και πιο ήρεμοι από πριν. Σας αφήνω τώρα , πάω να κοιμηθώ και εσείς το ίδιο θα κάνατε στην θέση μου.


  
----
Μάρθα Καζάκου, Γ’3,                                         13/4/2020
                                   
                                           Μια γκρίζα- πολύχρωμη πόλη.
Δραπετσώνα 

Στην ζωή ο κάθε άνθρωπος πρέπει να χαράξει την δική του πορεία και να ακολουθήσει τα δικά του μονοπάτια. Ωστόσο, στο μακραίωνο αυτό του ταξίδι ίσως χρειαστεί κάποιες φορές ένα στήριγμα που θα τον ενθαρρύνει να συνεχίσει.




Η Δάφνη χθες άφησε την φιλόξενη γειτονιά της στην επαρχία και μετακόμισε σε ένα γκρίζο προάστιο, όπου έγινε δεχτή για μία θέση εργασίας σε μία τοπική εφημερίδα. Φθάνοντας στη νέα της πόλη, όλες οι ελπίδες της για μια καινούργια αρχή χάθηκαν απότομα και δια μαγείας μεταμορφώθηκαν σε ένα κύμα θλίψης και απογοήτευσης. Αντίκρισε έναν βουβό όχλο να περπατάει στο άπειρο και ξαφνικά αυτό το πολύβουο προάστιο ήταν το πιο μοναχικό και ανησυχητικά σιωπηλό μέρος που είχε βρεθεί ποτέ. Την τρόμαξαν οι τεράστιες σαν εγκαταλελειμμένες πολυκατοικίες και πια ήταν μια άγνωστη μεταξύ αγνώστων.
Επέλεξε να αγνοήσει το άγχος και τους φόβους της για την νέα της πραγματικότητα και να κλείσει τα μάτια της για πρώτη φορά στο μοναχικό και γεμάτο κούτες διαμέρισμά της, ελπίζοντας πως η θέση εργασίας που της προτάθηκε θα γεμίσει το κενό που ένιωθε μέσα της.
Δυστυχώς τα χειρότερα έμελλε να συμβούν. Η Δάφνη γεμάτη αγωνία και έχοντας ξυπνήσει τα χαράματα, τρέχει πανικόβλητη στους δρόμους για να βρει το νέο τόπο εργασίας της. Τελικά αργοπορημένη και αναμαλλιασμένη φθάνει σε ένα μικρό κτίριο, ανεβαίνει γοργά τις σκάλες και λαχανιασμένη καταφέρνει να ξεστομίσει «Καλημέρακαι να δώσει τα στοιχεία της σε μία όχι ιδιαίτερα ευγενική και καλοσυνάτη κυρία που καθόταν σε ένα γραφείο στην είσοδο του δωματίου.
Έτσι, ύστερα από μία σύντομη συζήτηση οδηγείται στο καινούργιο της γραφείο, νιώθοντας όλα τα μάτια των άγνωστων εργαζόμενων της εταιρείας καρφωμένα πάνω της. Αφού καταφέρνει να διώξει τα άγνωστα και επίμονα βλέμματα, ανοίγει μία πόρτα που τρίζει και αντικρίζει ένα μικροσκοπικό και αποπνικτικό χώρο στην μέση του οποίου βρίσκεται ένα σκονισμένο γραφείο. Πάνω στο γραφείο υπάρχει ένας υπολογιστής, η απαραίτητη γραφική ύλη και μία άδεια κούπα καφέ. Τότε η κυρία της εισόδου της λέει ότι αν θέλει μπορεί να συγυρίσει τον χώρο και να φέρει αντικείμενα που μπορούν να της φανούν χρήσιμα για την δουλειά της. Εκείνη σαστισμένη από την εικόνα του καινούργιου της χώρου, της απαντάει με τις λιγοστές λέξεις που μπόρεσαν να βγουν από το στόμα της «Εντάξει, ευχαριστώ πολύ».
Πριν καν προλάβει να τακτοποιήσει το γραφείο της ενημερώνεται πως ο εργοδότης της, της ανέθεσε κιόλας το πρώτο της θέμα στην εφημερίδα. Εκείνη ξεχνάει όλα όσα είχαν προηγηθεί και ένα τεράστιο χαμόγελο αποτυπώνεται στο πρόσωπό της. Ωστόσο, το χαμόγελο αυτό δεν άργησε να σβήσει. Μαθαίνοντας το θέμα του άρθρου για το οποίο έχει να γράψει αλλά και την ημερομηνία παράδοσής του, ένα τεράστιο άγχος την καταβάλλει και καταλήγει να γυρίζει πίσω στο αφιλόξενο διαμέρισμά της δίχως να έχει γράψει λέξη.
Εκείνο το βράδυ έμεινε ξάγρυπνη. Ένιωθε το τεράστιο κενό μέσα της να μεγαλώνει, όμως δεν είχε χάσει κάθε πίστη στον εαυτό της. Ήλπιζε ότι η νέα της πόλη θα την βοηθούσε στο να πετύχει τους στόχους της αλλά το μόνο που σκεφτόταν ήταν μία κενή κόλα που θα πρέπει να γεμίσει σε δύο μέρες πάνω σε ένα τελείως άγνωστο θέμα για εκείνη. Έτσι, το καινούργιο της επάγγελμα σε συνδυασμό με το ακόμα ατακτοποίητο διαμέρισμα και την αφιλόξενη μουντή πόλη με τους άγνωστους κατοίκους της, την έκαναν να αισθάνεται ένα τεράστιο βάρος πάνω στους ώμους της το οποίο δεν ήξερε πώς να σηκώσει.
Μόλις είχε ξημερώσει και ένα απρόσμενο τηλεφώνημα διέκοψε τον ανήσυχο ύπνο της. Πριν προλάβει να ανοίξει τα μάτια της σηκώνει το τηλέφωνό της και ακούει μία ιδιαίτερα γνώριμη φωνή. Ήταν η κολλητή της φίλη Ζωή που ήθελε να μάθει πως πάει το νέο της ξεκίνημα. Η Δάφνη μόλις αντιλήφθηκε ότι μιλούσε στην καλύτερή της φίλη ξέσπασε σε κλάματα και με καυτά δάκρυα στα μάτια άρχισε να της διηγείται όσα συνέβησαν την τελευταία εβδομάδα. Η Ζωή ακούγοντας τη φίλη της τόσο στεναχωρημένη και ανήσυχη της δίνει την καλύτερη συμβουλή που θα μπορούσε την δεδομένη στιγμή. «Σκούπισε τα δάκρυά σου και μην τα παρατάς, συνέχισε να προσπαθείς και θα τα καταφέρεις», της λέει.
Η Δάφνη ακούγοντας τη συμβουλή της Ζωής θυμάται πως μέχρι τώρα υπήρξε ιδιαίτερα προσηλωμένη στους στόχους που έθετε κάθε φορά και με επιμονή και υπομονή τους πετύχαινε. Έτσι, άδραξε την μέρα της, καθώς δεν ήταν η κατάλληλη στιγμή να τα παρατήσει και άρχισε την έρευνα για το άρθρο που της είχε ανατεθεί. Πριν καν πάει στην δουλειά της το είχε τελειώσει. Αφού το δακτυλογράφησε και έκανε τις απαραίτητες διορθώσεις το παρέδωσε γεμάτη σιγουριά στον εργοδότη της. Μετά από λίγες στιγμές αναμονής ο εργοδότης της της έδωσε συγχαρητήρια για το κείμενό της και έκανε την θέση της από δοκιμαστική σε μόνιμη στην εφημερίδα.
Η Δάφνη γύρισε στο διαμέρισμά της πατώντας στα μεταξένια σύννεφα που απλώνονταν στα πόδια της. Αμέσως κάλεσε τη Ζωή για να της μεταφέρει τα ευχάριστα νέα αλλά κυρίως για να την ευχαριστήσει για την πολύτιμη συμβουλή που την ενθάρρυνε να συνεχίσει και να καταφέρει να αποκτήσει το νέο ξεκίνημα που ονειρευόταν.
Μέρα με την μέρα η Δάφνη σταμάτησε να είναι μία άγνωστη μεταξύ αγνώστων. Πιο συγκεκριμένα, ανακάλυψε τις ομορφιές που έκρυβε η μέχρι πρότινος γκρίζα για εκείνη πόλη, η οποία σταδιακά μεταμορφώθηκε σε πολύχρωμη. Έτσι, κρατώντας γερά την συμβουλή της φίλη της συνέχισε να προσπαθεί για να κατακτήσει τα όνειρά της.


«Μην τα παρατάς, συνέχισε να προσπαθείς και θα τα καταφέρεις»


----
Μανουσάκης Νίκος (Β2)
       
Η γειτονιά 
    Τα ΟΝΕΙΡΑ πραγματοποιούνται!
      Ο Ηλίας ένα μικροκαμωμένο παιδί, γυμνασίου με πράσινα μάτια ,καστανά μαλλιά και πόδια σαν βολίδα. Του αρέσει η μπάλα.Το όνειρό του είναι να γίνει ποδοσφαιριστής σε μεγάλες ομάδες του εξωτερικού.


Παίζει μπάλα όλη μέρα. Στο παρκάκι,  στο δρόμο, ακόμα και στο μπαλκόνι του σπιτιού του. Οι φίλοι του τον λένε ονειροπόλο ,τον κοροϊδεύουν όταν τον συναντούν .Δεν παίζουν μαζί του και πολλές φορές κλωτσούν την μπάλα χιλιόμετρα μακριά και ο Ηλίας στενοχωριέται γιατί δεν την προλαβαίνει και χάνεται στην κατηφόρα. Μέχρι οι γονείς του να του πάρουν μία καινούρια δεν είναι λίγες οι φορές που φτιάχνει ο ίδιος μια από κουρέλια. Πάντα όμως παίρνει θάρρος σκεπτόμενος τα λόγια του πατέρα του: « Μην ανησυχείς! Όλα θα φτιάξουν. Κάτι θα γίνει και στο τέλος θα τα καταφέρεις!»
Ήταν Δευτέρα και ο Ηλίας όπως κάθε μέρα πήγε στο σχολείο .Στο διάλειμμα καθόταν με τον μοναδικό του φίλο που έκανε παρέα. Συζητούσαν, έκαναν πλάκα, έλεγαν αστεία, γελούσαν.
Εκείνη τη μέρα ο διευθυντής τους παρουσίασε τον καινούριο τους γυμναστή .Ένας ψηλός ,αυστηρός, γεροδεμένος άνδρας με σκληρά χαρακτηριστικά. Τα παιδιά τρόμαξαν. Θα τα έβγαζαν πέρα μαζί του; Είναι απαιτητικός; Δεν ήξεραν ακόμα τις απαντήσεις. Δεν άργησε όμως να έρθει η ώρα της γυμναστικής .Σοβαρός ξεκίνησε να κάνει το μάθημά του. Μέσα από τα παιδιά ξεχώρισε τον Ηλία. «Μια μέρα θα διαπρέψεις ! του είπε. Έχω πολλές διασυνδέσεις που μπορεί να σε βοηθήσουν. Σε λίγες μέρες έρχεται ένας φίλος μου από το εξωτερικό. Θα του πω να σε δει.» Ο Ηλίας κοκκίνισε ,σάστισε. Αναρωτιόταν τι του συμβαίνει. Ήθελε να γελάσει, να κλάψει ,δεν ήξερε…
Η μέρα έφτασε .Μπροστά του παρουσιάστηκε ένας άνδρας ξανθός με λευκή επιδερμίδα και μπλε μάτια. Μιλούσε ξένα «δεν καταλάβαινε τι έλεγε» αλλά ο γυμναστής του μετέφραζε. Ύστερα από επίδειξη των ικανοτήτων του στη μπάλα για περίπου δύο ώρες του έκανε πρόταση να τον αναλάβει. Έπρεπε όμως να ζήσει στο εξωτερικό. Εκεί ήταν η ομάδα που προπονούσε η “PANTHER”.Οι υπόλοιποι συμμαθητές κοιτούσαν με απορία ο ένας τον άλλο.
Ο Ηλίας όμως πετούσε από χαρά. Το είπε στους γονείς του. Μετά από λίγες μέρες ο κύριος Ράου τους συνάντησε. Τους εξήγησε τα πάντα. Έτσι μετά το κλείσιμο του σχολείου ,το καλοκαίρι ,ο Ηλίας θα πήγαινε μόνιμα να ζήσει στο εξωτερικό. Όπως και έγινε.
Ύστερα από καιρό έπαιζε σε αγώνες με άλλες επαγγελματικές ομάδες, πανηγύριζε και  έστελνε τις ευχές του στην Ελλάδα μέσα από τις τηλεοράσεις. Περνούσε τέλεια. Έκανε καινούριους φίλους και η ζωή του είχε μπει σε μία σειρά.
Οι γονείς του ήταν πολύ περήφανοι. Τώρα περπατούσαν στη γειτονιά και όλοι τους θαύμαζαν , τους έδιναν τα συγχαρητήρια για τον Ηλία. Οι φίλοι του ,που κάποτε τον κορόιδευαν , τώρα μόνο καλά λόγια έχουν να πουν…
Τον περιμένουν το καλοκαίρι μόλις τελειώσει το πρωτάθλημα και προς τιμή του θα γίνει μεγάλη γιορτή..
Τελικά και τα ΟΝΕΙΡΑ μπορούν να πραγματοποιηθούν…..

----
Αρτέμης Λεπενού (Β2)
​ ​
Γειτονιά 
ΠΑΡΑΜΟΝΕΣ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ

Ζούμε σε μια δύσκολη εποχή. Κόσμος φτωχός, κόσμος άνεργος δίχως νερό και φαγητό, άνθρωποι άστεγοι στους δρόμους ταλαιπωρούνται με μια μπουκιάψωμί. Παιδιά, μωρά παρατημένα,παιδιά ορφανά στους δρόμους προσπαθούν να
επιβιώσουν. Χαρούμενος πρέπει να είναι όλος ο κόσμος, είναι όμως όλος;




Παραμονές Χριστουγέννων…το πρωί όλοι οι δρόμοι της γειτονιάς γεμάτοι απόπαιδικές, γαλήνιες φωνές να ψάλλουν τα κάλαντα.

Το απόγευμα ανυπομονούν να αρχίσουν τις ετοιμασίες για το Χριστουγεννιάτικο τραπέζι της επόμενης μέρας, ώστε να καλωσορίσουν τις αγαπημένες τους γιαγιάδες, παππούδες, συγγενείς, να πάρουν δώρα και ύστερα το βραδάκι να κάτσουν όλοι τρυφερά αγκαλιασμένοι μπροστά απ΄ το τζάκι που θα σιγοκαίγονται τα ξύλα. Μακάρι όμως να είχαν όλα τα παιδιά του κόσμου αυτήν την ευτυχία,την αίσθηση της αγάπης.

Το βραδάκι βαδίζοντας αμέριμνα στο φωτισμένο δρόμο απ’ τα λαμπάκια των σπιτιών, ακούω ξαφνικά ένα κλάμα παιδιού. Κοιτάω αριστερά, δεξιά τίποτα. Ξαναρχίζω το περπάτημα,ακούγοντας και πάλι μια λυπητερή φωνή. Κοιτάω δίπλα μου. Διακρίνω ένα θλιμμένο κοριτσάκι καθισμένο, κουκουλωμένο με κουβέρτες σ’ ένα παγκάκι. Μου κόβεται η ανάσα. Πάω κοντά να δω τι έχει συμβεί. Είναι μόλις οκτώ ετών. Έτρεμε από τη παγωνιά.

-Τι σου συμβαίνει; τη ρωτώ
-Είμαι μόνη. Οι γονείς μου είναι αγγελούδια στον ουρανό. Σπίτι,παρέα,αγάπη,ζεστασιά δεν έχω πλέον. Εδώ κοιμάμαι κάθε μέρα και επιβιώνω με μια-δυο μπουκιές που μου προσφέρουν οι περαστικοί Μου απαντάει με μια σπασμένη,θλιμμένη φωνή.

-Μην στεναχωριέσαι,δεν μπορώ να σε βλέπω έτσι. Σήμερα είναι παραμονές Χριστουγέννων. Οι πόρτες όλων των σπιτιών είναι ανοιχτές για όλο το κόσμο, όπως και η δική μου για σένα. Έλα λοιπόν μαζί μου να γιορτάσεις, να δω την ευτυχία στο όμορφο πρόσωπο σου και θα έχεις πλέον στεγή,αγάπη,,παρέα,της απαντάω συγκινημένη.

Τα ματιά της λάμπουν από χαρά. Χωρίς δεύτερη σκέψη,μου σφίγγει το χέρι και πηγαίνουμε παρέα στο σπίτι. Όταν φτάσαμε,ετοιμάσαμε το γιορτινό τραπέζι. Φτιάξαμε κουραμπιέδες,μελομακάρονα κ.α Χάρηκα που την είδα χαρούμενη και της υποσχέθηκα πως δεν θα την αφήσω να ξανακοιμηθεί ποτέ στο παγκάκι και θα είμαστε για πάντα μαζί και αγαπημένοι. 
----


Δημήτρης Παπαφράγκας (Β2)


Λήκυθοι από τον Κεραμεικό  

Διήγημα 


Το διήγημα αυτό το γράφω για τους ανθρώπους που ρυπαίνουν το περιβάλλον γύρω μας και βάση με αυτό δημιουργούν πολλά προβλήματα στον κόσμο.





Τα προβλήματα αυτά μπορούν να δημιουργήσουν φωτιές αρρώστιες ρύπους στην θάλασσα και πολλά άλλα που είναι επιβλαβές για το περιβάλλον. Πρώτον αυτοί που ρυπαίνουν από το πιο απλό που πετούν σκουπίδια κάτω μπορούν να σκοτώσουν ζώα γιατί με τα σκουπίδια μπορεί ένας σκύλος, μία γάτα, ένα πουλί, μία θαλάσσια χελώνα να κολλήσει στο λαιμό τους το σκουπίδι και να πεθάνουν. Άλλος ένας ρύπος που μπορεί να κάνουν οι άνθρωποι είναι να αδειάζουν τις δεξαμενές ή το πετρέλαιο του πλοίου στη θάλασσα και να πεθαίνουν χιλιάδες ψάρια. Ένας τρόπος που μπορεί ο άνθρωπος να το αποφύγει αυτό είναι να γίνει πιο σεβαστός προς το περιβάλλον και στον ίδιο τον άνθρωπο, ζώα φυτά που έχουμε γύρω μας. Άλλος ένας τρόπος είναι να επιβάλλονται πρόστιμα για κάποιους που μπορεί να κάνουν κάτι τέτοιο γιατί πιστεύω βάση αυτων θα λιγοστεύσει η ρύπανση του περιβάλλοντος και έτσι θα μπορούμε να είμαστε λίγο πιο ήρεμοι και η ζωή μας πιο ποιοτική.
Εάν κάνουμε όλα τα παραπάνω θα είναι πάρα πολύ καλό για τον πλανήτη μας και ειδικά για τους ανθρώπους. 
-----
Χρήστος Καραδήμος (Β1)
Η ιστορία του Abdul
Νεανικό γκράφιτι 
Πριν αρκετά χρόνια ήρθε στην ζωή ο μικρός Abdul από το Αφγανιστάν, ένα πολύ ζωηρό και χαρωπό παιδί. Ο Abdul ζούσε πολύ όμορφα τα παιδικά του χρόνια, ήταν ένα παιδί που απολάμβανε τη ζωή του. Η μεγαλύτερή του αγάπη ήταν το μπάσκετ. Συνήθιζε να πηγαίνει με την παρέα του στο τοπικό γήπεδο και να παίζουν όλοι μαζί, από το πρωί μέχρι το βράδυ. 



Η καθημερινότητα του Abdul κυλούσε πολύ καλά, μέχρι που μια μέρα εισέβαλαν στην χώρα του εχθρικές δυνάμεις. Η οικογένεια του Abdul κατάλαβε πως δεν θα μπορούσε πλέον να ζήσει εκεί εξαιτίας του πολέμου. Έτσι αποφάσισαν να εγκαταλείψουν την χώρα τους όσο πιο γρήγορα μπορούσαν και να γίνουν πρόσφυγες. Η νέα τους ζωή θα ξεκινούσε στο πυκνοκατοικημένο κέντρο της Αθήνας.
Ο Abdul εγγράφτηκε σε ένα ελληνικό σχολείο της περιοχής του. Η καθημερινότητα του ήταν πολύ σκληρή και δύσκολη, καθώς δεν μπορούσε να προσαρμοστεί στο νέο του σχολικό περιβάλλον. Δεν ήταν καλός στα μαθήματα, καθώς δεν ήξερε τη γλώσσα, όμως η οικογένειά του δεν είχε την οικονομική δυνατότητα να προσλάβει δάσκαλο για βοήθεια στο σπίτι. Ακόμη, αντιμετώπιζε αυτός, όπως και πολλά άλλα παιδιά το φαινόμενο του BULLYING. Οι συμμαθητές του δεν τον αποδέχονταν επειδή ήταν διαφορετικός.
Δεν είχε τις ίδιες συνήθειες, αξίες, πιστεύω με τους άλλους. Του φέρονταν με τον χειρότερο τρόπο που μπορούσαν. Του ασκούσαν, όχι μόνο λεκτική, αλλά και σωματική βία. Τον έβριζαν, τον κλείδωναν στην τάξη στα διαλλείματα, του έπαιρναν το φαγητό…Όχι βέβαια όλοι. Αλλά αυτοί που τον συμπαθούσαν δεν έκαναν τίποτα. Μερικοί καθηγητές το είχαν αντιληφθεί αυτό, όμως κανείς δεν προσπάθησε να τον βοηθήσει.
Ο Abdul όμως δεν εγκατέλειψε ποτέ την αγάπη του, το μπάσκετ. Αφού κατάφερε με τεράστια δυσκολία να αγοράσει μια μπάλα μπάσκετ, τότε άρχισε να συχνάζει στο γήπεδο της γειτονιάς και να παίζει. Κανείς όμως δεν τον ήθελε στην ομάδα του, οπότε, όλο αυτό είχε ως αποτέλεσμα να κάθετε πάντα στο παγκάκι και να παρακολουθεί τους άλλους να παίζουν. Τότε προσπάθησε να κάνει εγγραφή στην τοπική ομάδα, όμως δεν τον δεχόντουσαν λέγοντας διάφορες φτηνές δικαιολογίες. Ο Abdul δεν το έβαλε κάτω, συνέχισε να πηγαίνει στο γήπεδο και να παίζει, έστω και μόνος του.
Μια μέρα καθώς έπαιζε παρατήρησε πως ένας άντρας τον παρακολουθούσε που έπαιζε πολύ ώρα. Τότε τον ρώτησε γιατί τον κοιτούσε τόση ώρα. Ο άντρας του απάντησε πως ήταν προπονητής ομάδας και πως τον παρακολουθούσε εδώ και δύο εβδομάδες. Επίσης του είπε πως έχει μεγάλο ταλέντο και πως θα ήθελε να τον πάρει στην ομάδα του με υποτροφία. Ο Abdul πέταξε από τη χαρά του ακούγοντας αυτά τα λόγια. Τότε επέστρεψε σπίτι του και ανακοίνωσε στους γονείς του τα τρομερά νέα του. Οι γονείς του χάρηκαν κι αυτοί πολύ με τη χαρά του γιου τους. Έτσι ο Abdul άρχισε να πηγαίνει στις προπονήσεις. Ο Abdul έπαιζε εξαιρετικά στα παιχνίδια, έπαιζε τόσο καλά που βοήθησε την ομάδα του να κατακτήσει την 3η θέση στο πρωτάθλημα, ενώ την προηγούμενη χρονιά βρίσκονταν στην 11η θέση. Οι συμπαίκτες του, αν και στην αρχή είχαν την ίδια συμπεριφορά με τους συμμαθητές του, τώρα άλλαξαν την στάση τους απέναντί του και τον έκαναν πολύ παρέα. Ύστερα από λίγο καιρό οι συμμαθητές του, αφού έμαθαν πόσο καλός ήταν, του επέτρεψαν να παίξει μαζί τους. Τότε συνειδητοποίησαν πως ήταν ο καλύτερος παίχτης του σχολείου.
Αφού το κατάλαβαν αυτό, θέλησαν να τον γνωρίσουν καλύτερα, όχι μόνο σε θέματα αθλήματος, αλλά και προσωπικά. Τότε αντιλήφθηκαν ότι ο Abdul ήταν, εκτός από εξαιρετικός στο μπάσκετ, εξαιρετικός χαρακτήρας. Οι συμμαθητές του, του ζήτησαν να τους συγχωρέσει για την απάνθρωπη συμπεριφορά τους. Έτσι κι έγινε. Ο Abdul τους συγχώρεσε κι από εκείνη τη μέρα και στο εξής έγιναν όλη μια παρέα και δέθηκαν πολύ.
Ο Abdul ήταν πλέον αποδεκτός και αγαπητός από όλους τους συμμαθητές του. Ακόμη, συνέχισε να παίζει μπάσκετ κι έτσι μετά από λίγα χρόνια έγινε μέλος μιας πασίγνωστης ομάδας και αναδείχτηκε ως ένας από τους καλύτερους καλαθοσφαιριστής παγκοσμίως. Ο Abdul δεν ξέχασε την οικογένειά του, καθώς με τα χρήματα που έβγαζε βοηθούσε την οικογένεια του να ξεπεράσει τα προβλήματα που αντιμετώπιζε σε μεγάλο βαθμό. Τέλος, ούτε οι συμμαθητές του τον ξέχασαν, καθώς σε κάθε παιχνίδι βρίσκονταν στις κερκίδες και τον εμψύχωναν...

Bylling 
-----
Βασίλης Λεωνιδάκος (Β2 )
ΜΙΑ ΜΕΤΑΚΟΜΙΣΗ ΠΟΥ ΑΛΛΑΞΕ ΤΗΝ ΖΩΗ ΤΟΥΣ

Γκράφιτι στη Νέα Ιωνία
Μία οικογένεια αποφασίζει να μετακομίσει από την επαρχία, όπου κατοικούν, στην Αθήνα.
Η οικογένεια θα έφευγε για μία καλύτερη ζωή. Η μετακόμιση ήταν σύντομη, το παιδί πολύ στεναχωρημένο και καταθλιπτικό επειδή θα έχανε τους φίλους του και το παλιό του σπίτι. Μετά τον πρώτο μήνα στην πόλη η οικογένεια περνούσε δύσκολα, το φαγητό λιγόστευε και τα λεφτά ήταν ελάχιστα. Ο μπαμπάς του δεν μπορούσε να βρει δουλειά επειδή δεν είχε πτυχίο και διπλώματα, με αποτέλεσμα να τον προσλαμβάνουν για μικροδουλειές και για ελάχιστο καιρό. 



Η μητέρα έκανε δουλειές στο σπίτι, όπως να φροντίζει να είναι καθαρό. Άρχισε να ψάχνει δουλειά ώστε να βοηθήσει οικονομικά την οικογένεια. Ο γιος τους ήταν αφοσιωμένος στο διάβασμα και στην τέχνη. Δεν του άρεσε το σχολείο στην Αθήνα, γιατί τον έλεγαν διαφορετικό και φτωχό. Ήταν διστακτικός απέναντι στους γονείς του, να τους ενημερώσει για το τι γινόταν στο σχολείο και στη ζωή του στην πόλη.
Μετά από ένα μήνα, ο πατέρας άρχισε να εργάζεται σε φύλαξη τρένου. Άρχισαν να έχουν μία καλύτερη ζωή. Φτιάξανε ένα καλύτερο σπίτι και ήταν πολύ ικανοποιημένοι. Ο γιος τους, όμως δεν συμφωνεί. Στο σχολείο τα παιδιά είναι επιθετικά απέναντί του πιο ενοχλητικά ενώ εκείνος συνέχισε να κρύβει την αλήθεια από τους γονείς του. Ο πατέρας του όταν πήγε στο σχολείο να ρωτήσει την πρόοδο του οι καθηγητές του είπαν ότι είναι πολύ καλός μαθητής και είναι πολύ ευγενικό παιδί. Βέβαια του ανέφεραν το παιδί του έχει παράπονα από τους συμμαθητές του. Ο πατέρας του μόλις γύρισε στο σπίτι μίλησε με τον γιο του. Ο γιος του αρνήθηκε ότι συμβαίνει κάτι τέτοιο και ότι έχει πολλούς φίλους.
Η μητέρα ύστερα από δύο μήνες στη δουλειά της, απολύθηκε. Η οικογένεια κατέρρεε οικονομικά, ο πατέρας έπιασε και άλλη δουλειά με αποτέλεσμα να συνεισφέρει περισσότερο . Όμως όλα δείχνουν κάτι χειρότερο από πριν. Ο γιος της μετά από μέρες δέχτηκε επίθεση από τους συμμαθητές του και έπεσε από τις σκάλες, αμέσως το παιδί λιποθύμησε. Εκείνη την στιγμή τα παιδιά έτρεξαν ,ο διευθυντής περνώντας από το σημείο που ήταν πεσμένος έσπευσε να τον βοηθήσει, φώναξε βοήθεια, το ασθενοφόρο άργησε να έρθει. Οι γονείς του μετά από τηλεφώνημα του διευθυντή έφταναν στο νοσοκομείο. Το παιδί αποδέχτηκε ότι θα μπορούσε να μείνει σε αναπηρικό καροτσάκι για όλη του τη ζωή. Το σοκ που υπέστη ήταν από τον πόνο. Οι γονείς του ήτανε πιο θλιμμένοι από ποτέ.
Μετά από ένα μήνα σχεδόν, το παιδί βγήκε από το νοσοκομείο και δεν μπόρεσε ξαναπερπατήσει. Οι γονείς του δεν άφησαν ποτέ ξανά να δεχτεί σχόλια από συμμαθητές του. Η οικογένεια του εργάστηκε σκληρά και μπόρεσε και βγήκε από τη δύσκολη οικονομική κατάσταση. Το παιδί γνώρισε πολλούς νέους φίλους και εκπλήρωσε πολλά όνειρα.

Ηθικό δίδαγμα: ό,τι και να συμβαίνει το αντιμετωπίζουμε και το πολεμάμε.
------
Κατερίνα Ορφανοπούλου (Β2)

Μια αληθινή ιστορία
Ο Δεξίλεως από το Μουσείο
του Κεραμεικού 


Ανήσυχος τριγυρνούσα πέρα δώθε πάνω από το παλιό μπαούλο που βρισκόταν καταχωνιασμένο στην σοφίτα του σπιτιού της γιαγιάς μου.Γιατί άραγε βρισκόταν εδώ;Σίγουρα υπήρχε μια ιστορία πίσω από το περιεχόμενο του,η οποία με καλούσε να την ανακαλύψω. Από την μία πλευρά ένιωθα τύψεις που θα σκάλιζα το παρελθόν και της αναμνήσεις της πολυαγαπημένης μου γιαγιάς,το ένστικτο μου μου έλεγε πως το εσωτερικό του μπαούλου σχετιζόταν με αυτό. Από την άλλη, η περιέργεια μου με κατάτρωγε διότι στην γιαγιά μου δεν άρεσε να μιλάει καθόλου για το παρελθόν της, ιδιαίτερα για τον παππού μου, τον οποίο δεν γνώρισα ούτε εγώ ούτε η μητέρα μου. 


Υποκύπτοντας στην περιέργεια μου μπήκα στον πειρασμό να ανοίξω το μπαούλο. Έμεινα έκπληκτος καθώς βρήκα τρία γράμματα τα οποία ξεκινούσαν από τον Οκτώβριο του 1940 και τελείωναν τον Γενάρη του 1941.Μέσα επίσης βρήκα φωτογραφίες της γιαγιάς μου σε εφηβική ηλικία αγκαλιά με ένα επίσης νεαρό αγόρι. Ποιος να ήταν άραγε; Είχε σχέση με τα γράμματα από το μέτωπο; Ήταν μερικές από τις ερωτήσεις που βασάνιζαν το μυαλό μου. Άνοιξα βιαστικά το πρώτο γράμμα και ξεκίνησα την ανάγνωση.
30 Οκτωβρίου 1940
Αγαπημένη μου,
Ένιωσα την ανάγκη να σου γράψω καθώς κατευθυνόμαστε προς το μέτωπο. Ήθελα να σου πω πως σε αγαπάω πολύ και ελπίζω η αγάπη μας να επιβιώσει στην δίνη του πολέμου. Δεν θέλω να σε γεμίζω με υποσχέσεις κενές τις οποίες ξέρω ότι δεν θα κρατήσω γιατί γνωρίζουμε και οι δύο πως τα πράγματα είναι εξαιρετικά δύσκολα.
Παντοτινά δικός σου,
Μάριος
Μάριος…έτσι ονομαζόταν ο παππούς μου και από εκείνον κληρονόμησα το όνομα μου. Ξαφνικά ένιωσα μια γλυκιά νοσταλγία για το παρελθόν. Μια εσωτερική ανάγκη να μάθω περισσότερα για το ειδύλλιο τους. Μια ανυπομονησία με κυρίευσε καθώς έπιασα στο χέρι μου το δεύτερο γράμμα.Άραγε πόσα πάθη πέρασαν πριν το άδοξο τέλος της ιστορίας τους;
23 Νοεμβρίου 1940
Αγαπημένη μου,
Φαίνεται πως η ευτυχία μας χτυπάει την πόρτα. Είμαι στην ευχάριστη θέση να σου ανακοινώσω πως εχθές μπήκαμε στην Κορυτσά. Μάλλον ο χρόνος για τους φασίστες τελειώνει. Δεν μπορείς να φανταστείς την ευτυχία που μου προκάλεσες όταν στο γράμμα σου μου αποκάλυψες πως περιμένεις το παιδί μας.Ελπίζω να ιδωθούμε σύντομα,
Παντοτινά δικός σου,
Μάριος
Τα δάκρυα έτρεχαν σαν βροχή στα μάγουλα μου. Καθώς άνοιξα τον τρίτο φάκελο φθαρμένο από το πέρασμα του χρόνου,ανακάλυψα πως δεν ήταν γράμμα,αλλά επιστολή…
8 Ιανουαρίου 1941
Με λύπη σας ανακοινώνουμε πως ο Μάριος Κωνσταντινίδης έπεσε ηρωικά στο πεδίο της μάχης. Συλλυπητήρια εις την οικογένεια.
Πλέον έκλαιγα με λυγμούς. Ένιωθα πως το σώμα μου βρισκόταν στο τώρα μα το μυαλό μου ύπουλα ταξίδευε στο παρελθόν και παρακολουθούσε τις εξελίξεις στο ειδύλλιο των προγόνων μου. Έπρεπε να μιλήσω στην γιαγιά μου.
Δεν ήθελα να χάσω χρόνο,έτσι σε κλάσματα του δευτερολέπτου βρέθηκα στο δωμάτιο της με εκείνη να με κοιτάζει απορημένη.
«Γιαγιά,σε παρακαλώ άνοιξε μου την καρδιά σου,διάβασα τα γράμματα του παππού, μίλησε μου»
Ξαφνικά είδα μια λάμψη στα κουρασμένα μάτια της και ένα νοσταλγικό χαμόγελο εμφανίστηκε στα χείλη της.
«Η ιστορία μας δεν ήταν ούτε ρομαντική ούτε δραματική. Ήμασταν απλώς δύο παιδιά που αγαπήθηκαν στην δίνη του πολέμου. Μην με ρωτάς αν σταμάτησα έστω και ένα λεπτό να τον αγαπώ, γιατί αυτό μέχρι το τέλος της δικής μου ζωής δεν θα συμβεί. Η απουσία με πόνεσε και ακόμα με πονάει όταν βλέπω το δώρο που μου χάρισε, την μητέρα σου. Όμως, μικρέ μου Μάριε, εμείς δεν πρέπει να κολλάμε στα φαντάσματα του παρελθόντος γιατί το μόνο που έχουμε είναι μια στιγμή και τίποτα παραπάνω»
Πλέον τα δάκρυα είχαν στερέψει και μια μόνο σκέψη ήταν καρφωμένη στον νου μου. Να ζήσω την κάθε στιγμή σαν να είναι η τελευταία μου.
Παράδειγμα κειμένου από το «Μια Κυριακή στην Κνωσσό»του Νίκου Καζαντζάκη.

5/4/2020
-----
Βασιλική Τριάντη (Β3)

Μια βόλτα στην Ακρόπολη 


Ο Κεραμεικός κάτω από την Ακρόπολη 
Ήταν πρωί, μόλις είχαν αρχίσει τα σπουργίτια να κελαηδούν και συνοδευμένοι με την μαγευτική μελωδία τους κινήσαμε για την αγορά. Ο ουρανός ήταν καταγάλανος και η αύρα του καλοκαιρινού αέρα σε διαπερνούσε. Ο ήλιος λαμπερός και χαμογελαστός σαν συνοδοιπόρος μας σε αυτή την βόλτα.



    Στα μικρά στενά σοκάκια σου απλωνόταν όλο το μεγαλείο του πολιτισμού. Από την μία να βλέπεις σιδηρουργία , σπίθες να πετάγονται παντού και να γεννιέται τέχνη και πολιτισμός. Από την άλλη εικόνες και χρώματα να ξεπετάγονται παντού από τα εργαστήρια. Πορφυρά, μαύρα αγγεία με σκηνές από πολέμους , ολόχρυσες προτομές και επιβλητικά κοσμήματα. Τα μεγάλα αγάλματα να σου προκαλούν δέος και οι εικόνες και τα χρώματα, των τοιχογραφιών, να σε παρασέρνουν.
      Φύγαμε από αυτό το σοκάκι. Κοιτώντας γύρω σου έβλεπες ανθρώπους οι οποίοι χαίρονται την ζωή τους. Παιδιά να παίζουν με χειροποίητα παιχνίδια , ηλικιωμένες στα μπαλκόνια τους να μιλάνε και με ένα δροσερό γέλια να φαντάζουν σαν νεαρές. Όμορφες νέες κοπέλες με ένα ζωηρό γέλιο και βήμα να κινούν μαζί και νεαροί να τις χαζεύουν. Τι όμορφος κόσμος.
        Μπαίνοντας σε ένα άλλο σοκάκι οι ευωδιές μας γοήτευσαν. Με όμορφες ιτιές να το στολίζουν έβλεπες πολλά μικρά πανέμορφα μαγαζάκια. Ευωδιές γεύσεις χρώματα. Φάνταζε σαν παραμύθι. Ζαχαροπλαστεία, αρτοποιία κάθε λογής. Όλες η μυρωδιές σου δημιουργούσαν την αίσθηση μιας γλυκιάς ζάλης. Τα μαγαζάκια το καθένα  τόσο ιδιαίτερο και το καθένα να εκπέμπει μια θαλπωρή και μια ζεστασιά ανεκτίμητης αξίας. Ξεπετάγονταν οι μυρωδιές του φουρνιστού ψωμιού και του φρέσκου ελληνικού καφέ που σε συνέπαιρναν.
       Σιγά, σιγά σουρούπωνε και ο ζεστός ήλιος, που αποχωρούσε, είχε εξαπολύσει ένα χρυσαφί ζεστό φως. Μετά από τόσο περπάτημα και καθώς μας είχε ανοίξει η όρεξη ψάχναμε κάπου να πάμε να ξαποστάσουμε. Περπατήσαμε πολύ μέχρι που μέσα σε μια κρυψώνα από δέντρα βρήκαμε μια μικρή ταβερνούλα με θέα την ακρόπολη. Η αύρα του και η έλξη του μας μάγεψε.
          Εκεί μείναμε μέχρι το βράδυ. Σε ένα ταβερνάκι, με λίγη μουσική και την ακρόπολη. Εκείνη την τόσο απλή στιγμή κατάλαβα πως τελικά η ευτυχία, που κάποιοι την αναζητούν με τόσο μόχθο, δεν είναι τίποτα παραπάνω από λίγη μουσική και θέα στην ακρόπολη.

-----

Άννα-Μαρία Μαγγίνα (Β2)

                                 Το τέλος του κόσμου μου

Ο Νικηφόρος ζούσε στην Ελλάδα μόνο μαζί με την μητέρα του επειδή ο πατέρας του, τους είχε παρατήσει . Τότε η Ελλάδα ήταν κατακτημένη από τους Γερμανούς και πολλοί κάτοικοι έφευγαν από την χώρα τους και πήγαιναν μετανάστες σε μια άλλη και ήσυχη χώρα για να είναι ασφαλής και για να ξεχάσουν τις πίκρες που τόσα χρόνια είχαν πάνω από το κεφάλι τους. 




Έτσι και ο Νικηφόρος με την μητέρα του αποφάσισαν να πάνε μετανάστες σε μια κοντινή χώρα της Ελλάδας την Γαλλία. Εκείνος ήταν πολύ μορφωμένος. Τότε ήταν πολύ της μόδας τα αγόρια να ξέρουν παραπάνω από μια γλώσσα , έτσι και αυτός μιλούσε τρεις γλώσσες Γαλλικά, Λατινικά και Ελληνικά, αφού ήξερε Γαλλικά τον βόλευε να μεταναστεύσει στην συγκεκριμένη χώρα για να μπορεί να συνεννοηθεί καλύτερα με τους άλλους πολίτες . Και έτσι και έγινε πήραν τα πρώτα πλοία μαζί με 100 συνανθρώπους τους και ήταν έτοιμοι για την καινούργια τους αρχή στο Παρίσι !

 Όταν έφτασαν στην Γαλλία, όλοι τους υποδέχτηκαν με ανοιχτές αγκάλες και ήταν όλοι ήρεμοι και χαρούμενοι . Μετά από κάποια χρόνια η μητέρα του Νικηφόρου πέθανε από την καρδιά της και έτσι έμεινε μόνος του ορφανός χωρίς κανέναν σύμμαχο στο πλάι του , είχε χορτάση πια την μοναξιά του ίδιου του , του εαυτού. Μέχρι που άρχιζε να καταλαβαίνει πως από εκεί και πέρα θα ξανά αρχίζαν σιγά σιγά οι επαναλαμβανόμενες δυσκολίες του , αλλά δυστυχώς αυτή την φορά θα τις αντιμετώπιζε ΜΟΝΟΣ . 

Les Allemands vont conquerir la France ( Οι Γερμανοί θα κατακτήσουν την Γαλλία) φωνάζει ένα παιδάκι τρέχοντας σε όλη την πλατεία . Όλη η χώρα από εκείνο το απόγευμα αναστατώθηκε , όλα τα κανάλια , όλες οι ειδήσεις δεν είχαν σταματήσει να μιλάνε για αυτό το λυπητερό γεγονός . Ο Νικηφόρος τα είχε χάσει δεν μπορούσε να το πιστέψει ότι μετά από τόσα χρόνια ταλαιπωρίας που είχε περάσει θα τα ξανά πέρναγε σε μια άλλη ξένη χώρα χωρίς κανέναν δικό του . 
Μετά από έναν μήνα προετοιμασίας έγινε ο πόλεμος . Όλος ο πληθυσμος της Γαλλίας ήταν κλεισμένος σπίτι του , ενώ οι στρατιώτες της πολεμούσαν για το δίκιο τους . Όλοι κλεισμένοι και αβοήθητοι μέσα στα σπίτια τους με τον ίδιο φόβο και τις ίδιες ελπίδες για την λύτρωση της χώρας τους . Κάθε βράδυ πριν κλείσει τα μάτια του ο Νικηφόρος έκανε την προσευχή του και ευχόταν να τελειώσει αυτό  το μαρτύριο στην χώρα του αλλιώς , υπήρχε και η λύση να μεταναστεύσει ξανά αλλά αυτή την φορά μόνος . Κάθε πρωινό όταν ξύπναγε με το ίδιο ταραγμένο και φοβισμένο βλέμμα . Επειδή μέσα του ήξερε κατά βάθος ότι θα ξανά έπαιρνε την ίδια απόφαση που είχε πάρει και τότε , με τον ίδιο φόβο και το ίδιο αγνος θα προσπαθούσε να ξανά ξεφύγει από τους Γερμανούς οι οποίοι είναι λες και τον κυνηγούν όπου και να πηγαίνει !

 Πέρασε μια γεμάτη εβδομάδα με πολύ σκληρή δουλειά και κρύψιμο για να μην τον βρούνε οι Γερμανοί . Το επόμενο βράδυ που έκανε την προσευχή του σκεφτόταν την συγχωρεμένη μανούλα του η οποία είχε προβλέψει τι θα γινόταν τα επόμενα χρόνια στην Γαλλία .Ένας πόλεμος εναντίον των Γερμανών . Ποιος να το πίστευε ότι θα ξανά έφευγε από το σπιτικό του αλλά αυτή την φορά μονάχος του . ΚΑΝΕΝΑΣ !

 Εκείνο το βράδυ το έσκασε , πέρασε κρυφά από το λιμάνι χωρίς να τον δει κανένα μάτι . Αλλά προτού το καταλάβει , όταν ήταν έτοιμος να φύγει είδε στο απέναντι σκοτεινό στενό ένα κοριτσάκι , την κοίταγε πολύ επίμονα λες και πως είχε πάθει ντεζαβού , λες και πως την είχε ξανά συναντήσει . Όταν το κορίτσι άρχιζε να κουνιέται και να μην κρύβεται πλέον από το σκοτάδι , ο Νικηφόρος άρχιζε να νιώθει πολύ οικεία μαζί της χωρίς καν καλά καλά να την έχει γνωρίσει .Ο Νικηφόρος της έκανε ένα νόημα για να έρθει κοντά του και αυτή με μικρά αλλά αποφασιστικά βήματα ερχόταν σιγά σιγά προς το μέρος του . Όταν τον πλησίασε η πρώτη ερώτηση που του έκανε ήταν : 
- Πώς σε λένε; Εμένα με λένε Ασημίνα .
Ο Νικηφόρος την κοίταξε ξαφνιασμένος και της απαντάει :
- Με λένε Νικηφόρο χάρηκα για την γνωριμία , όμως μπορώ να σου κάνω και γω μια ερώτηση ;
Η Ασημίνα του χαμογέλασε και του έγνεψε θετικά .
Νικηφόρος : Πώς γίνεται να μιλάς ελληνικά σε μια τέτοια ξένη χώρα ; Είσαι από την Ελλάδα ; 
Ασημίνα : Ναι βασικά κατοικούσα στην Ελλάδα , αλλά όταν έγινε ο πόλεμος έχασα τους γονείς μου και ήρθα εδώ για μια νέα και καλύτερη ζωή ! Αλλά που να ήξερα πως θα γινόταν το ίδιο κι εδώ .
Νικηφόρος : Πως κατάφερες να έρθεις μόνη σου μέχρι εδώ ;
Ασημίνα : Ας πούμε πως είχα τα κουράγια - του λέει χαμογελώντας - εσύ όμως δεν μου φαίνεται να βγήκες για βόλτα με την βάρκα …..
Νικηφόρος : Εγώ επειδή οι Έλληνες κέρδισαν το δίκιο τους και δεν υπάρχει πια άλλος κίνδυνος γυρνάω πίσω ! Άμα θες έλα μαζί μου ούτως ή άλλως η βάρκα μου έχει άλλη μια κενή θέση . Εσύ μόνη εγώ μόνος …..
Ασημίνα : Καλά αφού επιμένεις τόσο πολύ γιατί όχι 
Εκείνο το βράδυ έφυγαν και οι δύο από την Γαλλία χαρούμενοι και έτοιμοι για το τι θα περίμεναν να δουν μπροστά τους . Την πατρίδα τους που θα είχε γίνει θρύψαλα !

Τους πήρε εβδομάδες δρόμου μέχρι να φτάσουν στον προορισμό τους . Ξαφνικά η Ασημίνα γουρλώνει τα μάτια της και φωνάζει κοίτα Νικηφόρε η Ακρόπολη έχει καταστραφεί, το πιο σημαντικό σημείο στην πατρίδα μας . Ο Νικηφόρος έμεινε σιωπηλός της κράτησε το χέρι και προχώρησε . 
Όσο προχωρούσαν όλο και πιο μακριά οι καταστροφές που έβλεπαν γινόντουσαν όλο και χειρότερες ! Ψυχή ανθρώπου δεν υπήρχε ! Μόνο ερείπια από σημαντικά μνημεία που είχαν καταστραφεί . 

Όσο περνούσαν χρόνο μαζί  όλο και ανοίγονταν περισσότερο ο ένας στον άλλο , άρχιζαν να μοιράζονται μυστικά , περιπέτειες , δυσκολίες που είχαν περάσει και πολλά άλλα . Τα βράδια κοιμόντουσαν στην βάρκα τους αφού δεν είχαν που αλλού να μείνουνε για το βράδυ .
Ένα βράδυ που κοιτούσαν τα αστρα μέσα στην βάρκα τον ρωτάει η Ασημίνα :
Ασημίνα : Όταν ήσουν μικρός, που είχε γίνει τότε ο πρώτος πόλεμος πως ένιωθες ; 

Νικηφόρος : Όταν είχε γίνει ο πρώτος πόλεμος ένιωθα ότι αυτό που ζούσα ήταν Το Τέλος Του Κόσμου Μου .
-----

Γιάννης Κεραμίδας (Β2)

ΔΥΟ ΕΥΤΥΧΙΣΜΕΝΑ ΑΔΕΡΦΙΑ
Γκράφιτι στη Νέα Ιωνία 
Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου εγώ και η αδερφή μου δεν ήμασταν καθόλου αγαπημένα. Συνεχώς μαλώναμε και τσακωνόμασταν δίχως λόγω και αιτία. Ίσως επειδή ήταν μικρότερη από εμένα και την ζήλευα γιατί η μαμά την πρόσεχε περισσότερο. Δεν συνήθιζα να παίζω και να μιλάω μαζί της, ούτε μου άρεσε να μοιραζόμασταν πράγματα.


Οι γονείς μας ωστόσο πάσχιζαν να μη μας λείψει τίποτα. Ο πατέρας μου δούλευε ολημερίς για να φέρνει χρήματα στο σπίτι και γυρνούσε αργά το απόγευμα για να δει τα δυο του παιδιά να μαλώνουν για ένα κομμάτι ζεστής πίτας ή για ένα καινούργιο παιχνίδι. Η μητέρα μου από την άλλη μια σπιτονοικοκυρά που συνεχώς συγύριζε, μαγείρευε και προσπαθούσε να μονιάσει τα παιδιά της, μάταια όμως.
Το φθινόπωρο εκείνη τη χρονιά είχε μπει γλυκό κι όμορφο. Οι μέρες συνέχιζαν να είναι ζεστές και ηλιόλουστες σχεδόν καλοκαιρινές. Χαρούμενος, έχοντας τελειώσει τα μαθήματα μου ήθελα να βγω έξω να παίξω με τους φίλους μου. Η μαμά μου δε με άφησε όμως και αφού βρόντηξα την ξύλινη πόρτα του δωματίου μου κλείστηκα εκεί μέχρι το δείπνο χωρίς να πω κουβέντα σε κανέναν. Αργά το βράδυ ξύπνησα από τα σπαραχτικά κλάματα της μαμάς μου. Παραξενεμένος πήγα να δω τι είχε συμβεί. Άρχισα να κρυφακούω τη συζήτηση και αμέσως κατάλαβα πως ο μπαμπάς μου είχε απολυθεί. Ένιωσα απαίσια, τα μάτια μου βούρκωσαν ,το μυαλό μου θόλωσε και έτρεξα πάλι στο δωμάτιό μου, μη μπορώντας να πιστέψω τι είχε γίνει.
Από ΄κείνη την ημέρα και μετά τίποτα δεν ήταν ίδιο. Το επόμενο πρωί μας ανακοίνωσαν τι είχε συμβεί και πρόσθεσαν ότι για λίγο καιρό θα πρέπει να λείπουν από τα σπίτι τα πρωινά ώστε να ψάξουν να βρουν δουλειά. Μετά από αυτό το περιστατικό βρήκα την αδερφή μου να κοιτάζει στεναχωρημένη τον τοίχο του δωματίου της. Κάθισα δίπλα της και άρχισα να την παρηγορώ και να την καθησυχάζω. Οι γονείς μας δεν μπορούσαν πλέον να μας παρέχουν ότι και πριν. Σταμάτησαν τα σαββατιάτικα σινεμά, τα καινούργια ρούχα, τα πολλά παιχνίδια και το γλυκό μετά το μεσημεριανό.
Σιγά σιγά είχα αρχίσει να καταλαβαίνω ότι η κατάσταση ήταν δύσκολη και έπρεπε σαν μεγαλύτερος να βοηθήσω. Δε με πείραζε πλέον να μοιράζομαι τα πράγματά μου και να παίζω με την αδερφή μου, ίσα-ίσα που μου άρεσε κιόλας. Παρότρυνα την μαμά μου να δίνει σε εκείνη οτιδήποτε περίσσευε ενώ σε περίπτωση που είχαμε κάποια ένταση πάνω στο παιχνίδι εγώ υποχωρούσα για να περάσει το δικό της. Είχαμε γίνει αχώριστοι και περνούσαμε πολύ χρόνο μαζί. Την βοηθούσα στα μαθήματα της και προσπαθούσαμε παράλληλα να διευκολύνουμε και τους γονείς μας κάνοντας τη ζωή τους πιο εύκολη.
Και με αυτόν τον όμορφο τρόπο κυλούσαν οι μέρες. Η χαρά και η περηφάνια ήταν ζωγραφισμένη στα πρόσωπα των γονιών μας. Το να βλέπουν τα παιδιά τους αγαπημένα μετά από τόσους τσακωμούς και διχόνοιες ήταν το μόνο πράγμα που τους έδινε χαρά αυτή την περίοδο. Ώσπου μια μέρα ο πατέρας μου μπήκε στο σπίτι με ένα πλατύ χαμόγελο κρατώντας ένα χαρτί διπλωμένο στη μέση. Με απερίγραπτη χαρά μας ανακοίνωσε πως είχε βρει ξανά δουλεία. Από κείνη τη μέρα τίποτα δεν ξανάλειψε από το σπίτι μας μα πάνω απ όλα συνεχίσαμε να ήμαστε ενωμένοι και ευτυχισμένοι.
Δεν ξέρω αν το γεγονός της απόλυσης του πατέρα μου έγινε για καλό ή για κακό. Ίσως είναι από τα πράγματα που στην αρχή φαίνονται άσχημα αλλά έχουν καλή τροπή στο τέλος. Το σίγουρο είναι πως εξαιτίας της εγώ και η αδερφή μου γίναμε δυο ευτυχισμένα αδέρφια.
 -----:)
Αντώνης Καρκαλάς (Β1)

Μια αληθινή φιλία
Ενοχλητικά γκράφιτι στον τοίχο του
6ου Γυμνασίου της Νέας Ιωνίας 

Κάπου στην Αθήνα υπήρχαν δυο φίλοι, δυο αχώριστοι φίλοι, ο Γιώργος και ο Παναγιώτης . Οι δυο αυτοί κολλητοί, γνωρίζονταν από πάρα πολύ μικρά λόγω των γονιών τους που ήταν φίλοι. Τέλος πάντων τα δυο αυτά παιδιά πήγαιναν 3η Γυμνάσιου και σε λίγο καιρό το σχολείο θα τελείωνε. Ο Γιώργος και ο Παναγιώτης θα πήγαιναν στο ίδιο Λύκειο. Ήταν πολύ χαρούμενοι και οι δυο που θα ήταν στο ίδιο Λύκειο.



Ο καιρός περνούσε και πλησίαζε η ημέρα της αποφοίτησης. Έφτασε και ημέρα της αποφοίτησης. Όλοι χαρούμενοι και ειδικά ο Παναγιώτης και ο Γιώργος. Η αποφοίτηση τελείωσε, πέρασαν όλοι ωραία, υπήρχε και ένα κλίμα συγκίνησης. Μετά από μια πολύ όμορφη βραδιά γυρνάνε όλοι σπίτια τους .

Τώρα όλοι ανυπομονούν για τις καλοκαιρινές τους διακοπές. Την επόμενη μέρα τα δυο παιδιά, μιας και τελείωσαν τα σχολεία, κανόνισαν να βγουν λίγο έξω από το σπίτι. Βγήκαν, γέλασαν και γενικά πέρασαν πολύ ωραία. Γύρισαν στα σπίτια τους μετά τη βόλτα. Όλα μια χαρά.

Όλα μια χαρά μέχρι που μπαίνουν οι γονείς του Παναγιώτη στο δωμάτιο του. Απορημένος ο Παναγιώτης τους ρωτάει τι συμβαίνει. Οι γονείς του με δισταγμό του λένε με τρόπο πως θα χρειαστεί να μετακομίσουν στη Θεσσαλονίκη επειδή βρήκε εκεί μια καινούρια δουλειά ο πατέρας του. Ο Παναγιώτης εξοργισμένος έκανε το δωμάτιο του άνω κάτω. Είχε τόσο θυμό μέσα του που θα έχανε το σχολείο του, τους φίλους του και πάνω από όλα τον κολλητό του. Θα έχανε όποιον και ότι αγαπούσε.

Τις μέρες που μάζευαν τα πράγματα, υπήρχε σε όλη την οικογένεια ένα κλίμα συγκίνησης. Θυμόντουσαν αυτά που είχαν περάσει σε αυτό το σπίτι, σε αυτή τη γειτονιά και γενικά οτιδήποτε είχαν περάσει εκεί όλα αυτά τα χρόνια.

Οι μέρες περνούσαν και η μέρα που θα έφευγαν κόντευε. Όσο πιο κοντά ερχόταν αυτή η μέρα τόσο πιο βαρύ γινόταν το κλίμα. Δυο μέρες πριν φύγουν, πήγαν οικογενειακώς στο σπίτι του Γιώργου. Ποτέ δε φανταζόταν πως θα έφτανε η στιγμή που θα έβλεπε για τελευταία φορά τον κολλητό του. Τα δυο παιδιά έκαναν ότι μπορούσαν πριν φύγει ο Παναγιώτης. Έπαιξαν, πήγαν στο αγαπημένο τους σημείο που πήγαιναν συνέχεια, αποχαιρέτησε κάποιους άλλους στενούς του φίλους και ύστερα έφαγαν μαζί οι δυο οικογένειες, κάτι σαν αποχαιρετιστήριο δείπνο.

Έφτασε και η μέρα που θα έφευγαν. Με δάκρυα στα μάτια ο Παναγιώτης και η οικογένεια του αποχαιρέτησαν την οικογένεια του Γιώργου. Είχαν φορτώσει όλα τα πράγματα μέσα στο φορτηγό και το μόνο που έμενε ήταν να βάλουν μπρος το αυτοκίνητο.

Ξεκίνησαν για μια νέα πόλη και για μια καινούρια ζωή. Όλοι λίγο πολύ ήταν συνειδητοποιημένοι. Μετά από ένα ταξίδι περίπου έξι ωρών, έφτασαν στο νέο τους σπίτι. Ένα όμορφο και σχετικά μεγάλο και ευρύχωρο σπίτι. Μόλις το είδε ο Παναγιώτης ενθουσιάστηκε αλλά είχε στη σκέψη του τον Γιώργο. Αφού τακτοποίησαν κάποια βασικά πράγματα, ο Παναγιώτης πήρε τον Γιώργο τηλέφωνο να του πει τις εντυπώσεις του και τα σχετικά.

Μετά από καιρό ο Παναγιώτης είχε συνηθίσει την κατάσταση. Είχε αρχίσει το σχολείο και γενικά τα πράγματα κυλούσαν ομαλά. Είχε αρχίσει ήδη από τη πρώτη εβδομάδα να κάνει φίλους. Τα παιδιά στη τάξη του τον υποδέχτηκαν με πολύ όμορφο τρόπο. Όμως κι ας έκανε νέους φίλους ο Γιώργος παρέμενε ένας και μοναδικός για τον Παναγιώτη.

Πέρασε η 1η Λυκείου ευχάριστα, ο Παναγιώτης βγήκε με 18. Ήταν από μικρός καλός στο σχολείο. Η επικοινωνία με τον Γιώργο δεν ήταν τόσο έντονη πια λόγω της απόστασης. Αλλά ακόμη παρέμεναν κολλητοί. Οι εβδομάδες περνούσαν και κάπως έτσι πέρασε το λύκειο και φτάσαμε στις πανελλήνιες τις οποίες και πέρασε ο Παναγιώτης. Όμως επειδή η επικοινωνία είχε χαθεί όλο αυτό τι διάστημα λόγω του διαβάσματος δεν έμαθε ποτέ ο Παναγιώτης αν ο Γιώργος πέρασε τις πανελλήνιες.

Πλέον ο Παναγιώτης ήταν ελεύθερος να απολαύσει τις διακοπές του. Πλέον ο Παναγιώτης είχε προσαρμοστεί πλήρως στα νέα δεδομένα και περνούσε την καλύτερη περίοδο της ζωής του. Δυστυχώς όμως είχε αρχίσει να ξεχνάει τον κολλητό του. Ο Γιώργος προσπαθούσε συνέχεια να επικοινωνήσει με τον Παναγιώτη αλλά αυτός έλεγε πως ήταν απασχολημένος. Κι έτσι πέρασε το καλοκαίρι χωρίς να μάθει ο Παναγιώτης τα νέα του Γιώργου.

Αφού τελείωσε το καλοκαίρι, τον Οκτώβριο θα άρχιζαν τα δύσκολα. Σε μια εβδομάδα θα άρχιζαν τα μαθήματα στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο στο τμήμα των Θετικών Επιστημών στο όποιο είχε περάσει.

Και κάπως έτσι έφτασε η πρώτη μέρα που θα πήγαινε στο Πανεπιστήμιο. Ήταν χαρούμενος επειδή ήξερε ότι σε αυτό το Πανεπιστήμιο θα βρει και κάποιους συμμαθητές του από το Λύκειο. Ο Παναγιώτης ξεκίνησε για τη σχολή. Όπως προχωρούσε στο δρόμο θυμήθηκε τον Γιώργο, θυμήθηκε που πήγαιναν μαζί στο σχολείο και βούρκωσε. Έφτασε στη σχολή και βλέπει κάποιον να έρχεται προς το μέρος του. Του ήταν γνώριμο αυτό το πρόσωπο. Και φώναξε δυνατά «ο Γιώργος!!», στην αρχή νόμιζε ότι είχε παραισθήσεις επειδή πιο πριν το θυμήθηκε. Αλλά όχι τον έβλεπε στην πραγματικότητα, έτρεξε προς το μέρος του και τον αγκάλιασε σφιχτά. Χωρίς πολλά λόγια, αλλά αληθινά απολογήθηκε. Εκείνη την ώρα ένιωσε σαν να καλύφθηκε ένα μεγάλο κενό μέσα του.

Κι έτσι τελείωσαν το Πανεπιστήμιο μαζί, έμειναν και οι δύο μόνιμα στη Θεσσαλονίκη και βρήκαν και οι δυο δουλειά εκεί. Από την μέρα που ξαναβρέθηκαν δεν χωρίστηκαν ποτέ ξανά και έμειναν δυο αιώνιοι κολλητοί φίλοι.

-----

Σωτήρης – Θεοχάρης Μαγγίρας (Β2)
Η εκδίκηση του Άλεκ

Ήταν ένα κρύο βράδυ , ο πολυβραβευμένος επιστήμονας Άλεκ Ντεφουά είχε μόλις τελειώσει το καταστροφικό του σχέδιο , το οποίο θα αφάνιζε πολύ κόσμο. Σ΄ αυτό θα τον βοηθούσαν οι δύο ανελέητοι βοηθοί του , ο Πωλ και ο Ζακ , οι οποίοι είχαν αρχίσει ήδη τις προετοιμασίες.
Γκραφίτι στο Νέο Ηράκλειο 
Λοιπόν , ας τα πάρουμε από την αρχή . Ο Άλεκ Ντεφουά κατοικούσε στον πλανήτη Δία μαζί με την οικογένειά του. Εκεί , εργαζόταν σε ένα νοσοκομείο , το οποίο διοικούσε εκείνος. Η ζωή του ήταν ευχάριστη και δεν θα την άλλαζε με τίποτα στον κόσμο. Μάλιστα , η γυναίκα του η Άννα ήταν έγκυος στο τρίτο τους παιδί, τον Πωλ. Ο Άλεκ είχε ήδη αγοράσει την κούνια και τα κατάλληλα προϊόντα για τις πρώτες μέρες του Πωλ.


Άξαφνα όμως, ο πλανήτης του δέχτηκε μια τρομερή εχθρική εισβολή από τον πλανήτη Γη. Ο Αλέκ θα έπρεπε να παρουσιαστεί για υπηρεσία στο στρατό. Έτσι , έκρυψε τα παιδιά και την οικογένειά του σε ένα εγκαταλελειμμένο σπίτι και έφυγε για το μέτωπο. Εκεί , συνάντησε μανιώδεις εχθρούς , οι οποίοι το μόνο που ήθελαν ήταν να καταστρέψουν τον πλανήτη του , καθώς και κάθε μορφή ζωής που κατοικούσε σ ’αυτόν. Ο Άλεκ τους έβλεπε να σκοτώνουν τους στρατιώτες – φίλους του , αλλά ήταν ανήμπορος να κάνει κάτι μοναχός του. Έπειτα από πολλές μάχες , ο στρατός της Γης κατάφερε να κατακτήσει τον πλανήτη Δία. Ο Άλεκ μαζί με τους υπόλοιπους επιζήσαντες απογοητευμένοι και υποδουλωμένοι , γύρισαν στα βομβαρδισμένα σπίτια τους.
Όταν ο Άλεκ έφτασε στο σπίτι που είχε κρύψει υη γυναίκα του και τα τρία του παιδιά , το μόνο που συνάντησε ήταν στάχτη. Αμέσως , έτρεξε μέσα κλαίγοντας , να δει τι είχε συμβεί. Εκεί , συνάντησε απανθρακωμένους τη γυναίκα και τα δύο παιδιά του. Ευτυχώς, ο Πωλ είχε σωθεί από θαύμα. Ο Άλεκ έτρεξε και πήρε το παιδί του από τις στάχτες . Πλέον, συντετριμμένος , δεν είχε άλλη επιλογή παρά να μεταναστέψει στη Γη και να ζήσει μαζί με τους φονιάδες της οικογένειάς του. Όμως , τότε πήρε μια μεγάλη απόφαση, θα έπαιρνε εκδίκηση για τον άδικο χαμό της οικογένειάς του.
Έτσι , φτάσαμε στο σήμερα , όπου ο Άλεκ Ντεφουά , έπειτα από είκοσι χρόνια σκληρής δουλειάς για την επιβίωσή του αλλά και του γιου του , έχει ήδη δημιουργήσει μια κολοσσιαία περιουσία , μέσα από τις τρομερές ανακαλύψεις και καινοτομίες που χάρισε στον πλανήτη της Γης. Ο Άλεκ όμως έχει δημιουργήσει και ένα τρομερό σχέδιο για την καταστροφή όχι μόνο των κατοίκων του πλανήτη Γη , αλλά και ολόκληρου του πλανήτη Γη συμπεριλαμβανομένων των βουνών , των θαλασσών , των ηφαιστείων , καθώς και όλων των ανθρώπινων κτισμάτων.
Το πρωτοφανές ανελέητο σχέδιό του ξεκινά από τη Θήρα , ένα από τα ομορφότερα νησιά της Ελλάδας , το οποίο βρίσκεται στο νησιωτικό σύμπλεγμα των Κυκλάδων. Εκεί , οι τρεις άντρες θα συναντούσαν έναν ντόπιο , ο οποίος θα τους εκμυστηρευόταν ποιο είναι το πιο ασφαλές σημείο στο ηφαίστειο , ώστε να κάνουν μία κατάβαση που θα τους οδηγούσε στα έγκατα της Γης. Όμως , πριν από όλα αυτά θα σταματήσουν σε ένα τοπικό κατάστημα για να προμηθευτούν κατάλληλα ενδύματα και εξοπλισμό , αφού θα έπρεπε να αντέξουν στις υψηλές θερμοκρασίες του ηφαιστείου, καθώς και τον πυρήνα της Γης.
Έπειτα , η δυσκολότερη κατάβαση στην ιστορία του πλανήτη Γη θα ξεκινούσε. Ο Άλεκ και οι δύο συνοδοιπόροι του θα συναντήσουν εμπόδια που όμοιά τους κανείς δεν έχει ξαναδεί. Αλλά , σύμφωνα με τους υπολογισμούς του σε δώδεκα μέρες και δώδεκα νύχτες θα βρεθούν απέναντι σε κάτι πρωτόγνωρο για τα πλάσματα του σύμπαντος , τον πυρήνα ενός πλανήτη , όπου η θερμοκρασία ξεπερνά τους 2000 βαθμούς κελσίου. Εκεί , θα συναντούσαν και τα τερατόμορφα πλάσματα της λάβας που κατέκαιγαν οποιονδήποτε και οτιδήποτε προσπαθούσε να καταστρέψει τον πυρήνα του πλανήτη Γη.
Έτσι , στις 29 Μαίου 3002 το ταξίδι του Άλεκ ξεκινά. Οι τρεις ήρωες μας επιβιβάζονται σε ένα τζετ και αρχίζουν το ταξίδι τους για την πανέμορφη Θήρα. Όμως , έπειτα από ένα πολύωρο ταξίδι , το τζετ του Άλεκ παρουσιάζει κάποια μηχανικά προβλήματα , τα οποία οδηγούν σε μια αναγκαστική προσγείωση σε ένα μικρό χωριουδάκι του Έβρου , το Παλιούρι. Εκεί , οι τρεις ήρωες μας θα βρεθούν σε μπελάδες , διότι κανένας μηχανικός αεροσκαφών που μπορεί να επιδιορθώσει το σκάφος τους δεν βρίσκεται σε αυτό το μαγευτικό χωριό. Ο Άλεκ και οι τρεις φίλοι του βρίσκονται στη μέση του πουθενά δίχως χρήματα και χωρίς κανένα μέσο με το οποίο θα τους οδηγούσε στον προορισμό τους. Για καλή τους τύχη όμως , στο καφενείο του χωριού, συνάντησαν έναν παλιό φίλο του Άλεκ από τον πλανήτη του Δία. Αυτός τους υποσχέθηκε πως θα τους εισιτήρια και χρήματα προκειμένου να φτάσουν στον πολυπόθητη προορισμό τους και να υλοποιήσουν το σχέδιο καταστροφής της Γης.
Έπειτα από μια τριήμερη καθυστέρηση και μια πολύ καθοριστική συνάντηση, ο Άλεκ και η παρέα του είχαν φτάσει πλέον μισή μακριά από τον προορισμό τους τη Θύρα. Ξαφνικά, μέσα στο πλοίο ακούστηκε ένας συναγερμός, ο οποίος προειδοποιούσε για πειρατές. Ο Άλεκ και οι φίλοι του κρύφτηκαν σε μία καμπίνα. Οι πειρατές άρχιζαν να επιβιβάζονται στο πλοίο τους. Τότε, ο Άλεκ γεμάτος πείσμα και θάρρος καταφέρνει να κλέψει μια βάρκα του πλοίου. Αμέσως επιβιβάζει τον γιο του, καθώς και τον βοηθό του Ζακ και αρχίζουν να κωπηλατούν με μανιώδη τρόπο. Ευτυχώς δεν γίνονται αντιληπτοί και καταφέρνουν να ξεφύγουν κάτω από την μύτη των πειρατών. Έτσι έπειτα από μιάμιση ώρα κωπηλασίας έφτασαν στο νησί της Θήρας, έχοντας ευτυχώς λεφτά από την συνάντησή τους με τον φίλο του Άλεκ.
Στο νησί αρχίζουν αμέσως να αναζητούν τον ντόπιο, ο οποίος θα τους εκμυστηρευόταν το σημείο κατάβασης, το όνομα του οποίου ήταν Θοδωρής .Έπειτα από μια γρήγορη βόλτα στο νησί τελικά συναντούν τον Ανέστη, τον αδελφό του Θοδωρή. Εκείνος, τους διηγείται τον τραγικό θάνατο που βρήκε ο Θοδωρής σε μια προσπάθειά του να κάνει κατάβαση από το ιστορικό ηφαίστειο της Θύρας. Εκείνοι αφού τον συλλυπήθηκαν τον ρώτησαν για το ποιος άλλος ήξερε για το τέλειο σημείο κατάβασης από το ηφαίστειο. Τότε τους εξομολογήθηκε πως ο ίδιος ήξερε που είναι το σημείο και στην συνέχεια τους το περιέγραψε.
Πλέον, οι τρεις φίλοι μας, αφού προμηθεύτηκαν τον κατάλληλο εξοπλισμό που περιείχε την ειδική στολή φτιαγμένη από τα χέρια του Άλεκ η οποία άντεχε του τρεις εκατομμύρια βαθμούς Κελσίου ήταν έτοιμοι να ξεκινήσουν το ταξίδι τους. Έτσι στις 3 Ιουνίου 3002 ήταν πλέον μπροστά από το ηφαίστειο που τόσο μόχθησαν να φτάσουν για να πραγματοποιήσουν την κατάβαση προς τα έγκατα της γης, η οποία θα απέδιδε δικαιοσύνη για τον άδικο χαμό της οικογένειας του Άλεκ. Μετά από λίγη ενθάρρυνση από τον Άλεκ η κατάβαση προς το άγνωστο άρχισε.
Οι τρεις φίλοι μας έπειτα από τρεις μέρες κατάβασης στα χαρακώματα έφτασαν στο πρώτο στρώμα της λάβας που κατοικούσε η πιο αδύναμη φιλή των τεράτων της φωτιάς . Ευτυχώς δεν είχαν γίνει αντιληπτοί από τα τερατόμορφα πλάσματα. Στόχος τους ήταν να περάσουν απαρατήρητοι και να φτάσουν στην μυστική κρύπτη που οδηγούσε στο σημείο όπου δεν υπήρχε λάβα και θα μπορούσαν να συνεχίσουν άνετα την κατάβασή τους προς το κέντρο της γης.
Ο Άλεκ αμέσως ανακοίνωσε την πρόχειρη ιδέα του η οποία θα τους οδηγούσε στην κρύπτη. Αφού ο γιος και ο συνεργάτης του συμφώνησαν η παράτολμη ιδέα του άρχισε. Ο Άλεκ γρήγορα, γρήγορα έκανε νεύμα στους άλλους δύο να προχωρήσουν προς τα αριστερά του δακτυλίου του ηφαιστείου και να είναι έτοιμοι να μπουν στην κρύπτη. Τότε, ο Άλεκ φώναξε δυνατά τερατάκια και έκανε νόημα στους άλλους δύο να πηδήξουν στην κρύπτη. Αφού, σιγουρεύτηκε πως μπήκαν άρχισε αμέσως να τρέχει προσπαθώντας να γλιτώσει από τις αιωρούμενες μπάλες λάβας που του έριχναν τα τέρατα. Τελικά με ένα δυνατό σάλτο κατάφερε να μπει στην κρύπτη και να γλιτώσει για ακόμη μια φορά την ζωή του.
Οι φίλοι μας ήταν πλέον δυνατό να συνεχίσουν την κατάβασή τους στο κέντρο της γης. Στην συνέχεια όμως δεν ήξεραν τι θα τους περίμενε! Έτσι, αφού έκαναν μια κατάβαση επτά ημερών έφτασαν στο κέντρο της γης όπου τους περίμενε η φιλή των γιγάντων της φωτιάς. Οι τρεις φίλοι μας ανήμποροι να αντιδράσουν, πιάστηκαν αιχμάλωτοι από τους γίγαντες και θα εκτελούνταν σε λίγη ώρα. Οι γίγαντες τους είχαν δέσει με χοντρό σχοινί και τους είχαν πάρει όλα τα αντικείμενα με τα οποία μπορούσαν να λυθούν. Όλα εκτός από ένα. Ο Άλεκ είχε ακόμη στον καρπό του το μενταγιόν του που είχε διασωθεί από τον πλανήτη του. Έτσι, κατάφερε να λυθεί και να λύσει τους δύο φίλους του. Πλέον ήταν λίγα μέτρα μακριά από την ολοκλήρωση του σχεδίου του. Όμως πρώτα φυγάδεψε τον γιο του και τον βοηθό του στον κατεκτημένο του πλανήτη με μια μαγική κρύπτη. Έπειτα έριξε μέσα στον πυρήνα της Γης την πιο μικρή και δυνατή βόμβα που είχε δημιουργηθεί ποτέ.
Ο Άλεκ κατάφερε να πετύχει το σχέδιό του και πλέον μπορούσε να αναπαυθεί ξέροντας πως έχει αποδοθεί δικαιοσύνη…
-----

Πέτρος Μαγγίνας, (Β2) 

Οι κολλητοί 



Πριν από μερικά χρόνια υπήρχαν δύο φίλοι ο Μανώλης και ο Κώστας 
Γνωρίστηκαν στο παιδικό σταθμό αφού καθώς έτρεχαν και κουτουλησαν.Όσο 
Η οδός Κύμης 
έβαζαν πάγο μίλησαν,γνωρίστηκαν  και έγιναν αμέσως φίλοι. Ήταν μαζί σε κάθε ώρα του μαθήματος και σε κάθε διάλυμα και κανένας δεν μπορούσε να τους χωρίσει,
Το μόνο που ήθελαν ήταν ο ένας τον άλλο.
Τα άλλα παιδιά ζήλευαν την φιλία τους και τους έκαναν Bullying, αλλα αφού είχαν ο ένας τον άλλο δεν τους ένοιαζε.




Όσο πέρναγαν τα χρόνια η φιλία τους όλο και μεγάλωνε. Οταν πήγαν Α’ γυμνασίου κάθε μέρα μετά το σχολείο πήγαν στο σπίτι του Μανώλη και πέρναγαν την ώρα τους παίζοντας και κάνοντας τα μαθήματά τους.


Ο Κωνσταντίνος ήταν πολύ καλός μαθητής. Ο πατέρας του είχε κτήματα και ήθελε στο μέλλον να τα συνεχίσει ο Κωνσταντίνος. Αυτός όμως απεχθανόταν αυτές τις δουλειές και ήθελε να γίνει συγγραφέας. Ο πατέρας του ούτε να το ακούσει. Επέμενε πως έπρεπε να συνεχίσει στο μέλλον με τα χωράφια του και μάλιστα ήταν η επιθυμία όταν πεθάνει.
Όταν ο Κωνσταντίνος επέστρεφε από τις αγροτικές δουλειές έτριβε για ώρες τα νύχια του για να φύγουν τα χώματα και μετά χωνόταν με ένα βιβλίο κάτω από τα σεντόνια και διάβαζε μέχρι το ξημέρωμα.
Η οικογένειά του ήταν ΠΑΝΑΘΗΝΑΙΚΟΙ και είχαν για έθιμο κάθε κυριακή να πηγαίνουν γήπεδο.
Ο Μανώλης καταγόταν από την Αλβανία. Είχε έρθει μετανάστης από τότε που γεννήθηκε. Πέρασε δύσκολα στο σχολείο καθώς δεν είχε πολλούς φίλους και κανένας δεν τον συμπαθούσε. Ο μόνος φίλος που είχε ήταν ο Κωνσταντίνος. Αν και από φτωχή οικογένεια ήταν ένα πανέξυπνο παιδί και ένας πολύ καλός μαθητής.
Την ταυτότητα στην Ελλάδα την βρήκε με την ΑΕΚ,που τη λάτρευε όσο τίποτα άλλο στη ζωή του.
Με τον Κωνσταντίνο έκαναν πλάκες και χαβαλέ με τις ομάδες και έκαναν κουβέντα πάνω στο άθλημα.


Μία μέρα ο Κωνσταντίνος είπε στον Μανώλη να έρθει και μία φορά και στο σπίτι για μία φορά. Ο Μανώλης δεν το θεωρούσε καλή ιδέα άλλα ο Κωνσταντίνος επέμενε, τον έπιασε και θα ερχόταν το απόγευμα.
Η ώρα πέρναγε, ξαφνικά χτυπάει το κουδούνι, ο Κωνσταντίνος πηγαίνει και ανοίγει την πόρτα ο Μανώλης μπαίνει μέσα και όταν βλέπει πόσο μεγάλο είναι το σπίτι μένει κάγκελο.
Ο Κωνσταντίνος και οι οικογένειά του,του είχαν κάνει το τραπέζι. Πάνω στο φαγητό ο πατέρας του Κωνσταντίνου ρωτά τον Μανώλη πληροφορίες για εκείνον. Ο Μανώλης λέει στον πατέρα του Κωνσταντίνο πως κατάγεται από την Αλβανία.
Τότε εξοργισμένος ο πατέρας του Κωνσταντίνου αρπάζει από το αυτί τον Μανώλη και τον πετάει έξω από το σπίτι. Στη συνέχεια ο πατέρας του Κωνσταντίνου απαγορεύει στον γιό του να κάνει παρέα με αυτό το παιδί και αποχώρησε στην κάμαρη του.
Την επόμενη μέρα ο Μανώλης δεν φάνηκε στο σχολείο. Ήταν στεναχωρημένος καθώς ο Κωνσταντίνος ήταν ο μόνος φίλος που είχε και δεν το χώραγε το μυαλό του.
Την επόμενη μέρα ο Μανώλης ήρθε στο σχολείο χωρίς να μιλάει στον Κωνσταντίνο. Στο διάλυμα ο Κωνσταντίνος πήρε το θάρρος και ζήτησε συγγνώμη στον Μανώλη. Ο Μανώλης δέχτηκε τη συγνώμη λέγοντας πως δεν μας αφήνουν να κάνουμε πια παρέα.
Το ίδιο βράδυ ο Κωνσταντίνος μίλισε στον πατέρα του και του είπε πως πρόκειται για καλή περίπτωση παιδιού και πως είναι φίλος του. Ο πατέρας του άλλαξε γνώμη και είπε πως την άλλη μέρα θα του ζητούσε συγνώμη. Την άλλη μέρα ο πατέρας του Κωνσταντίνου ζήτησε συγνώμη από τον Μανώλη και του είπε πως μπορούν να κάνουν όση παρέα θέλουν και πως το σπίτι τους θα είναι πάντα ανοιχτό για αυτόν.
Και στο τέλος ρωτάει Κωνσταντίνος τον Μανώλη αν θα ξαναγίνουν φίλοι. Και του απαντάει ο Μανώλης γι’ αυτό είναι [ΟΙ ΚΟΛΛΗΤΟΙ]. 

-------


Κωνσταντίνος Καρκαλάς (Β1)                                                      3.4.2020 

Τα πάντα είναι πιθανά
Γκραφίτι στο 4ο Λύκειο Νέας Ιωνίας 

Η οικογένεια του μικρού John έμενε στα Βόρεια προάστια της Αθήνας. Το σπίτι τους ήταν μικρο και καθόλου βολικό. Ο John από τα τέσσερα του έπαιζε πολύ μπάλα - όχι κι επιτυχημένα βέβαια. Είχε για αγαπημένη του ομάδα την BARCELONA. Στόχος του είναι να παίξει στην ομάδα αυτή με συμπαίχτη τον αγαπημένο του ποδοσφαιριστή Leo Messi.



Η αγάπη του για την μπάλα ήταν τέτοια που τον έκανε να μην το νοιάζει τόσο το σχολείο του. Στο δημοτικό μέχρι και τη 5η δημοτικού ήταν άτακτο παιδί και δεν διάβαζε τα μαθήματά του. Εδώ ίσως έπαιζε ρόλο και ότι τα οικονομικά τους δεν ήταν και τα καλύτερα. Δεν είχε τετράδια, μαρκαδόρους κλπ. Μάλιστα αρκετά παιδιά δεν τον έκαναν παρέα. Αργότερα τα πράγματα έφτιαξαν.
Ο πατέρας του είχε βρει πια δουλειά και βοηθούσε τον γιο του. Ο John άρχιζε να αποκτά νέους φίλους.
Οι φίλοι του κάθε Κυριακή μαζευόντουσαν για μπάλα στο γηπεδάκι της περιοχής. Μια μέρα στο σχολείο ένα παιδί τον είπε να πηγαίνει κι αυτός όποτε μπορεί. Έτσι κάθε Κυριακή ο John βρισκόταν κι αυτός εκεί. Μια Κυριακή, όπου δεν ειχαν μαζευτεί πολλά παιδιά, πέρασε όπως πάντα περνούσε ο προπονητής της ομάδας Γαλατσίου. Η αγάπη του για τη μπάλα είχε εξελιχθεί σε ταλέντο.
Ο προπονητής αυτός τους είδε να παίζουν και ζήτησε από τον John και ένα άλλο παιδί τον Τάσο να πάνε να δοκιμάσουν την ομάδα, την επόμενη βδομάδα. Ο John γύρισε σπίτι του και ενημέρωσε τους γονείς τους. Ο πατέρας τους έδειξε χαρούμενος και ήθελε να τον στείλει σε ομάδα όμως η μαμά του δε συμφωνούσε.
Ύστερα από κουβέντα που είχαν οι γονείς του συμφώνησαν τελικά να πάει. Χαρούμενος ο John ανυπομονούσε να έρθει αυτή η ώρα. Για μια εβδομάδα ο John και ο Τάσος συμμετείχαν μόνο στις προπονήσεις. Πέρασε και αυτή η βδομάδα κι ο John κατενθουσιασμένος με την προπόνηση ήθελε να τον πάρουν στην ομάδα. Δυο μέρες αργότερα ο πατέρας συνομίλησε με τον προπονητή, ο οποίος είχε δεχτεί μόνο αυτόν.
Ο John είχε μεν χαρεί πολύ που τον πήραν στην ομάδα άλλα ειχε στενοχωρηθεί για τον Τάσο.
Την επόμενη εβδομάδα, που ο John θα κλείσει τα 13, έχει και το ντεμπούτο του στην νέα του ομάδα. Πρώτη του εμφάνιση λοιπόν σε αγώνα, και τον John τον κυρίευε ένα άγχος. Ο john στα 30λεπτα συμμετοχής του έπαιξε έναν καλό αγώνα. Με τον καιρό ο john έπαιζε ολο και περισσότερο. Έφτασε και η στιγμή που έπαιζε σαν βασικός κι όλο το παιχνίδι. Στο γυμνάσιο ήταν ένας μέτριος μαθητής. Ήξερε πολύ καλά αγγλικά όμως. Γενικά όλο το γυμνάσιο κάπως έτσι το έβγαλε, είχε πάρει και 18. Στα 15 ο προπονητής του τον προόριζε για μεγαλύτερη ομάδα. Στο μυαλό του είχε τον Παναθηναϊκό, την ΑΕΚ και τον Ολυμπιακό άλλα δεν μπορούσε να δίνει τόσα πολλά λεφτά τον μήνα.
O John, με παρέμβαση του προπονητή του, πήγε για δοκιμαστικό στην ακαδημία του Πανιωνίου. Ήταν πολύ πιο φθηνά από άλλες καλές ομάδες. Συνέχισε να παίζει εκεί μέχρι τα 19 του χρόνια. Οι ικανότητες του η θέληση του αλλά και πιο πολύ η αγάπη του για το άθλημα αυτό, τον οδήγησαν σε ένα πιο ανώτερης κλάσης επίπεδο. Από εκεί και πέρα ομάδα του ήταν η δεύτερη ομάδα της Barcelona. Μεγαλώνοντας κατάφερε να παίξει για λίγο διάστημα στην πρώτη ομάδα.

Κάπως έτσι ένα παιδί που μεγάλωσε κάτω από όχι και τόσο καλές συνθήκες κατάφερε να πραγματοποιήσει τα όνειρα του. Όλα στη ζωή άμα δουλέψουμε για αυτό που πραγματικά θέλουμε κάποια στιγμή θα τα καταφέρουμε. Τα πάντα είναι πιθανά!

------------


ΚΑΠΙΡΗ ΜΑΡΙΑ (Β3

Το τελευταίο θρανίο
Γραφίτι σε προαύλιο
σχολείου
Κάθε χρόνος έχει το ίδιο άγχος, όταν ξεκινούν τα σχολεία. Στην αυλή τα παιδιά συζητούν για τα μαθήματά και τους νέους καθηγητές, για τις διακοπές και τις φιλίες που έκαναν, παίζουν, γελούν και τρέχουν. Ένα πολύβουο πλήθος που κινείται πάνω κάτω. Εκείνος, όμως μοναδική έγνοια είχε να χτυπήσει το κουδούνι, να γίνει ο αγιασμός και να τρέξει γρήγορα στην τάξη που θα τους ανακοίνωναν, ώστε να πιάσει το τελευταίο θρανίο, δίπλα από το παράθυρο.




Κατάξανθος με γαλάζια μάτια, μικρός στο ανάστημα και αδύνατος, ξεχωρίζει από τους υπόλοιπους συμμαθητές που φαίνεται ότι τους μήνες του καλοκαιριού «έριξαν μπόι» και πλέον τους όλοι τον περνούν τουλάχιστον ένα κεφάλι. Λογικά θα έπρεπε να κάθεται μπροστά, για να βλέπει, όταν ο καθηγητής γράφει στον πίνακα και όταν με τα μάτια του αναζητά τους μαθητές που θα εξετάσει στο μάθημα της ημέρας. Εκεί στο τελευταίο θρανίο τα κεφάλια των συμμαθητών του τον κρύβουν τόσο καλά, που πολλές φορές τρώει απουσία την πρώτη ώρα και όταν διαμαρτύρεται στην απουσιολόγο εκείνη απαντά αδιάφορα «δεν σε πρόσεξα».
«Δεν σε πρόσεξα». Τρεις λέξεις που τον κάνουν να νιώθει ανάμεικτα συναισθήματα. Από τη μία ανακούφιση. Ο στόχος του έχει επιτευχθεί. Στην αγαπημένη του θέση θα μπορέσει να περάσει όλη την υπόλοιπη σχολική χρονιά, χωρίς ιδιαίτερα δράματα... Όταν έρθουν τα κρύα θα σηκώνει το μπουφάν του μέχρι τη μύτη, θα κουρνιάζει ήσυχος και αν θυμηθούν, θα τον ρωτήσουν κάτι, εκείνος θα διστάσει για λίγο και έπειτα το ερώτημα θα περάσει στον επόμενο μαθητή. Ουφ...ανακούφιση!
Στα γραπτά του, ευτυχώς, ποτέ δεν πέφτει κάτω από την βάση και έτσι ποτέ του δεν έχασε τάξη. Κάθε χρονιά περνάει στην επόμενη, κάθε χρονιά νέα αίθουσα, αλλά πάντοτε το ίδιο σημείο. Φέτος τελευταία χρονιά στο Γυμνάσιο, εννέα βασανιστικοί μήνες τον χωρίζουν από την ελευθερία του. Θα γίνουν, όμως πιο υποφερτοί, αν εξασφαλίσει τη θέση του στο τελευταίο θρανίο.
«Δεν σε πρόσεξα». Αναλογίζεται τις λέξεις αυτές στο προαύλιο του σχολείου και το στομάχι του σφίγγεται. Θα ήθελε άραγε να τον προσέξουν; Έχει και αυτός πολλά να πει γι’ αυτά που συζητούν οι συμμαθητές του. Τους ακούει να ψάχνουν το όνομα εκείνου του πρώτου σκόρερ στο πρωτάθλημα πέρυσι. Εκείνος το θυμάται, σχεδόν ανοίγει το στόμα του...Άλλες φορές λένε ανέκδοτα και αστεία και θέλει να γελάσει μαζί τους και άλλες διηγούνται για καυγάδες με τους δικούς τους και θέλει και αυτός να πει πως συχνά μαλώνει σπίτι, μα δεν λέει τίποτα. Έχει κρυμμένες τόσες σκέψεις μέσα του που σαν κύμα φτάνουν στην άκρη της γλώσσας του κι έπειτα διαλύονται.
Έτσι, αργά περνούν οι σχολικές μέρες, μονότονα, βαριεστημένα. Του αρέσουν πολύ τα μαθηματικά. Λύνει στο μυαλό του το πρόβλημά στο λεπτό, όμως ποτέ δεν σηκώνει πρώτος το χέρι. Στα υπόλοιπα όμως δυσκολεύεται, γιατί δεν έχει καλή μνήμη ούτε μπορεί να γράφει ορθογραφημένα και πολλές φορές έχει γίνει ρεζίλι γι’ αυτό. Φέτος βέβαια, τα τελευταία χρόνια στο Γυμνάσιο, το δράμα του θα λάβει επιτέλους τέλος. Σε λίγο το κουδούνι θα χτυπήσει και αυτό που για τους άλλους θα είναι μια νέα αρχή, γι’ αυτόν θα είναι η αντίστροφη μέτρηση για την ελευθερία.
Ξάφνου του έρχεται μία ιδέα. Γιατί να περιμένει τον αγιασμό.... Θα πάει από νωρίς στην τάξη και θα πιάσει τη θέση του. Όταν οι υπόλοιποι ανέβουν στον όροφο, δεν θα ξέρουν ότι δεν ήταν κάτω μαζί τους. Ποιος θα τον αναζητήσει άλλωστε; Κανείς δεν θα προσέξει ότι έλειπε.
Ανεβαίνει γρήγορα τα σκαλιά και κατευθύνεται στο τέλους του διαδρόμου. Έξω από τις πόρτες λίστες με τα ονόματα των παιδιών, δεν αργεί να εντοπίσει και το δικό του έξω από την προτελευταία αίθουσα. Κοιτάει δεξιά και αριστερά να βεβαιωθεί πως δεν τον έχει δει κανείς. Έπειτα μπαίνει θριαμβευτής στην τάξη.
Και τότε τον βλέπει! Κάθεται στο τελευταίο θρανίο. Στη θέση του! Σηκώνει το βλέμμα του και συναντά το δικό του.
- Τι κάνεις εκεί; Αυτή είναι η θέση μου.
- Είμαι ο Πέτρος. Είμαι ο καινούργιος.
- Αναστάσης...και αυτή είναι η θέση μου.
Νιώθει θυμό, οργή και απογοήτευση μαζί. Το μεγάλο του σχέδιο καταρρέει μπροστά στα μάτια του. Το παιδί απέναντί του τον κοιτά σχεδόν τρομαγμένο. Στέκεται λίγο για να παρατηρήσει τον καινούργιο που του πήρε τη θέση. Είναι κοντούλης και αυτός, μόνο που έχει πολλά παραπανίσια κιλά, τα μάγουλά του είναι κατακόκκινα, η επιδερμίδα του πολύ λευκή και τα μαλλιά του μαύρα ολόισια. Δεν του μοιάζει, όμως κάτι πάνω του φαίνεται οικείο. Σκέφτεται αν τον ξέρει...τον εξετάζει καλύτερα.
Το βλέμμα του. Αυτό είναι που αναγνωρίζει. Το ίδιο τρομαγμένο βλέμμα με εκείνον. Κάθεται δίπλα του και συστήνεται. Δεν ξέρει ακόμα πως εκείνο το πρωί του Σεπτεμβρίου, θα ξεκινήσει η πιο δυνατή φιλία της ζωής του, σε αυτό το τελευταίο θρανίο.




Μαρία Καπίρη
4...3….2...1
Η Τρίτη Δημοτικού θα ήταν πολύ πιο απαιτητική τάξη, της είχαν πει οι δικοί της και γι’ αυτό θα έπρεπε να προσπαθήσει. Μα εκείνη ήδη προσπαθούσε. Τι έφταιγε που δεν τα κατάφερνε; Μπέρδευε τη σειρά στις λέξεις όταν έκανε ανάγνωση και ο δάσκαλος της φώναζε. Έπειτα το 7 με το 1 της έμοιαζαν πολύ και όλο λάθη έκανε στην πρόσθεση και την αφαίρεση. Το τετράδιό της γύριζε πάντα γεμάτο με τις κόκκινες σημειώσεις του δασκάλου και όσο πιο κόκκινο ήταν το τετράδιο, τόσο κόκκινη γινόταν και η μαμά.
Ο μπαμπάς έμπαινε στη μέση να την δικαιολογήσει. Το παιδί δεν τα παίρνει τα γράμματα έλεγε και στο μυαλό της αυτό ακουγόταν ακόμη χειρότερο, σαν μια επιβεβαίωση της αδυναμίας της. Στο μυαλό της ο φόβος της αποτυχίας μεγάλωνε με αποτέλεσμα τελικά ν’ αποτυγχάνει. Το βράδυ έκλεινε από νωρίς τα βιβλία – τι νόημα είχε άλλωστε – και το πρωί με το ζόρι την σήκωναν από το κρεβάτι. Με κομμένα τα φτερά και το κεφάλι κατεβασμένο έμπαινε στην τάξη. Κι έπειτα, ήρθε εκείνο το πρωί...
Ο δάσκαλος είπε θα της έδινε μια τελευταία ευκαιρία να ανεβάσει το βαθμό της. Την σήκωσε στον πίνακα να λύσει την άσκηση. Από κάτω άρχισαν τα μουρμουρητά και οι ψίθυροι. Σαν κύμα έφτανε μέχρι τον πίνακα η δυσπιστία τους και την έπνιγε. Θα σου βάλω κάτι εύκολο αυτό δεν γίνεται να μην το λύσεις. Μα τα μάτια της είχαν ήδη θολώσει, καθώς από κάτω άκουγε πως για εκείνη μόνο το 1 + 1 είναι εύκολο.
Απάντησε μου. Απάντησε παιδί μου. Δεν ξέρω ψέλλισε. Δεν καταλαβαίνω. Από κάτω γέλια, τα αυτιά της βουίζουν. Αν είναι δυνατόν. Δεν είσαι ικανή για τίποτα; Κάθισε κάτω.
Την επόμενη δεν ήταν δυνατόν να γυρίσει στην τάξη. Ας άφηνε μια μέρα έστω να ξεχαστεί και έπειτα θα γύριζε ξανά στο τελευταίο θρανίο που ούτε ο δάσκαλος, ούτε οι συμμαθητές προσέχουν ότι κάθεται. Ποιος ξέρει μπορεί να μην προσέξουν καν ότι λείπει.
Όμως κι οι ώρες στο σπίτι περνούν αργά. Στην τηλεόραση ένας αγώνας μπάσκετ παίζει σε επανάληψη, κάποιος μεγάλος τελικός. Χαζεύει τις φιγούρες τους, οι κινήσεις τους της μοιάζουν με μπαλέτο, μόνο που υπάρχει ένταση και σε κάθε σουτ η αποθέωση του κοινού. Μηχανικά μιμείται τις κινήσεις τους κι έπειτα φτιάχνει με τις κάλτσες της έναν μπόγο και προσποιείται ότι το δωμάτιο είναι το γήπεδο και το καλάθι των σκουπιδιών, είναι η μπασκέτα.
Ο εκφωνητής φωνάζει λίγο πριν το τέλος απομένουν πέντε δευτερόλεπτα και η ομάδα χάνει για έναν πόντο. Εκείνη παίρνει το κρίσιμο σουτ, η αντίστροφη μέτρηση ξεκίνησε 4 ... στοχεύει ...3 ... παίρνει φόρα ... 2 ... αφήνει την μπάλα 1 ... η μπάλα καταλήγει στο καλάθι. Πέφτει στο κρεβάτι ενθουσιασμένη, καθώς από την τηλεόραση ακούγεται το πλήθος να την αποθεώνει.
Αυτό ήταν μια μεγάλη αγάπη γεννήθηκε!
Ένιωσε πως ήξερε τι θέλει να κάνει. Την επόμενη μέρα, στο σχόλασμα κάνει μια στάση στο γήπεδο. Αγόρια παίζουν μπάσκετ κι εκείνη τους ζητάει να δοκιμάσει. Το σουτ της με το ζόρι φτάνει τα μισά. Κάποιοι γελούν μα κάποιοι της λένε δεν πειράζει. Δοκίμασε ξανά. Δοκιμάζει. Αποτυγχάνει. Δοκίμασε διαφορετικά. Δοκιμάζει. Αποτυγχάνει. Πάει να φύγει όμως την σταματούν. Έλα δοκίμασε ξανά.
Μα δοκίμασα τόσες φορές και απέτυχα. Δεν έχει σημασία αν απέτυχες, θα τα καταφέρεις, αν μετά από κάθε αποτυχία προσπαθείς ξανά. Μια ώρα μετά το καλάθι μπαίνει αλλά αντί για ζητοκραυγές η φωνή της μαμάς που την αναζητά κόβει το όνειρο.
Τι κάνεις εδώ; Δεν είναι μέρος αυτό για κορίτσια... κι έχεις και διάβασμα. Την τραβάει σπίτι, όμως η καρδιά της έχει μείνει πίσω στο γήπεδο. Το επόμενο μεσημέρι πηγαίνει ξανά. Οι μέρες γίνονται μήνες και οι μήνες χρόνια.
Στο σχολείο οι επιδόσεις δεν βελτιώθηκαν και πολύ. Τα γέλια των συμμαθητών δεν έπαψαν, οι καθηγητές έπαψαν όμως να την σηκώνουν στον πίνακα βέβαιοι πλέον ότι δεν ξέρει. Έως και η μαμά συμβιβάστηκε με την ιδέα ότι δεν θα την δει ποτέ αριστούχο.
Στο πίσω θρανίο δεν ακούει για εξισώσεις και συναρτήσεις. Στο μυαλό της ξαναπαίζει τον τελευταίο αγώνα. Το επτάωρο περνάει και βρίσκεται ξανά στο αγαπημένο της γήπεδο.
Τα Σαββατοκύριακα ξυπνάει στις 5.30 το πρωί... δεν ξενυχτάει, δεν βγαίνει όπως οι συμμαθητές της. Ζει και αναπνέει για το μπάσκετ.
Ξέρει ότι η σκληρή δουλειά και η επιμονή θα της φέρει αποτελέσματα. Δεν βιάζεται όμως. Ξέρει ότι το ταξίδι μετράει. Ώσπου μια μέρα θα φτάσει στον προορισμό της... Όλα όσα έκανε θα την οδηγήσουν εκεί...
Στο τουρνουά που διοργανώνει η Ακαδημία Μπάσκετ, δύσκολα θα βρεθεί κάποιος αντίπαλος. Όλοι οι συμμαθητές της είναι εκεί, οι γονείς, οι καθηγητές, μα κυρίως οι συμπαίκτες της. Πριν μπει στον αγώνα, κλείνει τα μάτια της και είναι εκείνο το κοριτσάκι που έμεινε σπίτι για να παίξει μπάσκετ με τις κάλτσες της. 5... 4... 3... 2... 1. Όταν ξανανοίγει τα μάτια της όλοι την αποθεώνουν και η μαμά έχει γίνει κόκκινη από τους πανηγυρισμούς.


Ανάμεσα στους θεατές και ο διοργανωτής... Μήπως ξέρει κανείς το όνομά της;